Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλοποιΐα

См. также в других словарях:

  • φιλοποιΐα — ἡ, Α [φιλοποιός] φιλοποίησις* …   Dictionary of Greek

  • φιλοποιίας — φιλοποιίᾱς , φιλοποιία making friends fem acc pl φιλοποιίᾱς , φιλοποιία making friends fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοποιίαν — φιλοποιίᾱν , φιλοποιία making friends fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλευποιΐα — ἡ, Α δ. τ. τού φιλοποιΐα …   Dictionary of Greek

  • φιλοποιός — όν, Α 1. αυτός που κάνει φίλους 2. φίλεργος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοποιόν η φιλοποιΐα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»