-
1 φιλοπαίγμων
φιλο-παίγμων, ονος, u. φιλο-παίκτης, ὁ, Spiel, Scherz liebend -
2 στωμυλία
στωμυλία, ἡ, Geschwätzigkeit, Plauderhaftigkeit; Ar. Ran. 1067; φιλοπαίγμων, Philodem. 31 (XII, 222); u. in späterer Prosa, wie Pol. 9, 20, 6, Alciphr. 3, 70.
-
3 φιλο-παίστης
φιλο-παίστης, ὁ, = φιλοπαίγμων, φιλοπαί. κτης, Ael. H. A. 4, 34. 5, 39.
-
4 ὀρχηθμός
ὀρχηθμός, ὁ, ion. = ὀρχησμός, Tanz; μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηϑμοῖο, Il. 13, 637; φιλοπαίγμων, Od. 23, 134; Hes. Sc. 282; Luc. de salt. 23 u. sp. D. in der Anth.
См. также в других словарях:
φιλοπαίγμων — fond of play masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίγμων — ον, ΝΑ, και αττ. τ. φιλοπαίσμων, ον, Α (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που τού αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει αρχ. αυτός που τού αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («φιλοπαίγμων Διόνυσος», Ανακρέοντ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παίγμων (<… … Dictionary of Greek
φιλοπαιγμονέστατον — φιλοπαίγμων fond of play masc acc superl sg φιλοπαίγμων fond of play neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαῖγμον — φιλοπαίγμων fond of play masc/fem voc sg φιλοπαίγμων fond of play neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίγμονα — φιλοπαίγμων fond of play neut nom/voc/acc pl φιλοπαίγμων fond of play masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαιγμόνων — φιλοπαίγμων fond of play gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαιγμόνως — φιλοπαίγμων fond of play adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίγμονας — φιλοπαίγμων fond of play masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίγμονες — φιλοπαίγμων fond of play masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίγμονι — φιλοπαίγμων fond of play dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίγμονος — φιλοπαίγμων fond of play gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)