-
1 φιλοξενώ
[филоксэно] р. принимать гостей,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φιλοξενώ
-
2 гостеприимство
гостеприимство с η φιλοξενία· оказать \гостеприимство φιλοξενώ* * *сη φιλοξενίαоказа́ть гостеприи́мство — φιλοξενώ
-
3 оказать
оказать παρέχω, προσφέρω· \оказать помощь παρέχω βοήθεια· \оказать гостеприимство φιλοξενώ· \оказать влияние εξασκώ επίδραση\оказать предпочтение προτιμώ* * *παρέχω, προσφέρωоказа́ть по́мощь— παρέχω βοήθεια
оказа́ть гостеприи́мство — φιλοξενώ
оказа́ть влия́ние — εξασκώ επίδραση
оказа́ть предпочте́ние — προτιμώ
-
4 оказывать
оказ||ыватьнесов:\оказывать внимание δίνω προσοχή σέ κάτι· \оказывать любезность φέρομαι εὐγενικά, κάνω χάρη· \оказывать содействие παρέχω βοήθεια· \оказывать услугу προσφέρω (μιά) ὑπηρεσία· \оказывать поддержку παρέχω ὑποστήριξη, ὑποστηρίζω κάποιον \оказывать предпочтение προτιμώ, προκρίνω· \оказывать влияние ἐξασκώ ἐπιρροή· \оказывать давление ἐξασκῶ πίεση· \оказывать сопротивление ἀντιστέκομαι, προβάλλω ἀντίσταση· \оказывать гостеприимство παρέχω φιλοξενία, φιλοξενώ. -
5 приютить
См. также в других словарях:
φιλοξενώ — φιλοξενῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόξενος] υποδέχομαι και περιποιούμαι έναν ξένο στην πατρίδα μου ή στον τόπο μου και, ιδίως, στο σπίτι μου (α. «τους μαθητές από το εξωτερικό τούς φιλοξένησε ο δάσκαλος τού χωριού» β. «τοὺς ἑταίρους ἐφιλοξένησεν», Ευστ.)… … Dictionary of Greek
φιλοξενώ — φιλοξενώ, φιλοξένησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φιλοξενώ — φιλοξένησα, φιλοξενήθηκα, φιλοξενημένος, μτβ. 1. περιποιούμαι ξένους και μάλιστα σπίτι μου, φιλεύω. 2. προσφέρω σε κάποιον άσυλο, καταφύγιο, τόπο διαμονής δωρεάν: Στην Κατοχή οι Έλληνες φιλοξενούσαν Άγγλους. 3. κρατώ έγκλειστο σε κρατητήριο ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοξενῶ — φιλοξενέω entertain hospitably pres subj act 1st sg (attic epic doric) φιλοξενέω entertain hospitably pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοξένῳ — Φιλόξενος loving strangers masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξένῳ — φιλόξενος loving strangers masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοφιλεύω — φιλοξενώ … Dictionary of Greek
Φιλοξένωι — Φιλοξένῳ , Φιλόξενος loving strangers masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξένωι — φιλοξένῳ , φιλόξενος loving strangers masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενώνω — (Α ξενῶ, όω, ιων. τ. ξεινόω) [ξένος] αποξενώνω («πατρίδος με καὶ πόλεως τῶν φιλτάτων ἐξένωσας», Ηλιόδ.) αρχ. 1. φιλοξενώ 2. (μέσ. παθ.) ξενούμαι, όομαι α) συνάπτω σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον («καὶ βασιλεῡσιν ἐξενωμένος καὶ τυράννοις», Λυσ.) β)… … Dictionary of Greek
φιλοξενίζω — Α φιλοξενώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού φιλοξενώ κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek