Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλομετάβολος

См. также в других словарях:

  • φιλομετάβολος — ον, Α αυτός που αρέσκεται στις μεταβολές ή αυτός που μεταβάλλεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μετάβολος «μεταβλητός»] …   Dictionary of Greek

  • φιλομετάβολον — φιλομετάβολος fond of change masc/fem acc sg φιλομετάβολος fond of change neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομεταβόλου — φιλομετάβολος fond of change masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομετάβλητος — ον, Μ φιλομετάβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μεταβλητός (< μεταβάλλω), πρβλ. εὐ μετάβλητος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»