-
1 φιλομεταβολος
-
2 φιλομετάβολος
φῐλο-μετάβολος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλομετάβολος
-
3 φιλομετάβολος
φιλο-μετά-βολος, Veränderung liebend, veränderlich -
4 φιλομετάβολον
φιλομετάβολοςfond of change: masc /fem acc sgφιλομετάβολοςfond of change: neut nom /voc /acc sg -
5 φιλομεταβόλου
φιλομετάβολοςfond of change: masc /fem /neut gen sg
См. также в других словарях:
φιλομετάβολος — ον, Α αυτός που αρέσκεται στις μεταβολές ή αυτός που μεταβάλλεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μετάβολος «μεταβλητός»] … Dictionary of Greek
φιλομετάβολον — φιλομετάβολος fond of change masc/fem acc sg φιλομετάβολος fond of change neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομεταβόλου — φιλομετάβολος fond of change masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομετάβλητος — ον, Μ φιλομετάβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μεταβλητός (< μεταβάλλω), πρβλ. εὐ μετάβλητος] … Dictionary of Greek