Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φιλομαντευτής

См. также в других словарях:

  • φιλομαντευτής — one who takes note of divinations masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαντευτής — ὁ, Α αυτός που τού αρέσει να παρατηρεί τους οιωνούς, να κάνει μαντείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μαντευτής (< μαντεύω)] …   Dictionary of Greek

  • φιλομαντευτάς — φιλομαντευτά̱ς , φιλομαντευτής one who takes note of divinations masc acc pl φιλομαντευτά̱ς , φιλομαντευτής one who takes note of divinations masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόμαντις — άντεως, ὁ, ἡ, Α φιλομαντευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μάντις «προφήτης, μάντης» (πρβλ. ψευδό μαντις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»