Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλολόγος

См. также в других словарях:

  • φιλόλογος — fond of words masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόλογος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει τους λόγους, που του αρέσει να μιλάει. 2. αυτός που ασχολείται με τα γράμματα και την παιδεία, φιλομαθής, μορφωμένος. 3. το αρσ. και το θηλ. ως ουσ., φιλόλογος, ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τη φιλολογία, και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλόλογος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Ιησού, τον οποίο αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή του (στ 15). Κατά την παράδοση, χειροτονήθηκε επίσκοπος της Σινώπης του Πόντου από τον απόστολο… …   Dictionary of Greek

  • φιλολογωτάτων — φιλόλογος fond of words fem gen superl pl φιλόλογος fond of words masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλολογώτατον — φιλόλογος fond of words masc acc superl sg φιλόλογος fond of words neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλολόγως — φιλόλογος fond of words adverbial φιλόλογος fond of words masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόλογον — φιλόλογος fond of words masc/fem acc sg φιλόλογος fond of words neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Филолог — (Φιλόλογος любитель слова, учености, наук, Римл. XVI, 15) христианин, приветствуемый апост. Павлом в послании к Римлянам. Предание причисляет Ф. к числу семидесяти апостолов. Дорофей и Епифаний пишут, что Ф. апост. Андреем поставлен был епископом …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Πανταζίδης, Ιωάννης — Φιλόλογος και παιδαγωγός (1827 – 1900). Καταγόταν από παλιά μακεδονική οικογένεια. Διδάχτηκε τα στοιχειώδη γράμματα στη Μακεδονία και συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα, όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του αθηναϊκού πανεπιστημίου. Αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Σακελλίων, Ιωάννης — Φιλόλογος και αρχειοδίφης (Νάξος 1815 Αθήνα 1891). Μετά τις φιλολογικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο Αθηνών υπηρέτησε ως υπάλληλος του υπουργείου των Στρατιωτικών (1833 1839), ως προξενικός γραμματέας και πράκτορας στην Κω (1839 1850), ως… …   Dictionary of Greek

  • Σάρρος, Δημήτριος — Φιλόλογος (1869 1938). Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και έπειτα ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης υπηρέτησε διαδοχικά στον Πειραιά την Κύπρο, την Αδριανούπολη, τις Σέρρες και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή (1909 1923). Διατέλεσε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»