-
1 Φιλόλογος
Φιλόλογος, ου, ὁ Philologus, an otherw. unknown Christian, recipient of a greeting Ro 16:15. The name is found in Gk. and Lat. ins (exx. in Ltzm., Hdb. ad loc.), esp. of slaves and freedmen, given in some instances to indicate educational background (one who is ‘fond of words’, a ‘scholar’), and also occurs in the ‘familia’ of the imperial house (CIL VI, 4116 al.).—HKuch, Φιλόλογος ’65. LGPN I. M-M. Spicq. -
2 φιλολογος
21) любящий поговорить, словоохотливый, разговорчивый(φ. τε καὴ πολύλογος Plat.)
2) любящий вести ученую беседу(φιλόσοφός τε καὴ φ. Plat.)
3) любящий науки, ученый Arst., Plut.4) поздн. изучающий старинных авторов -
3 φιλόλογος
φιλόλογοςfond of words: masc /fem nom sg -
4 φιλόλογος
φῐλόλογ-ος, ον,A fond of words, talkative,οἶνος φιλολόγους ποιεῖ Alex. 284
; φ. καὶ πολύλογος, opp. βραχύλογος, of Athens, opp. Sparta, Pl.Lg. 641e; fond of speaking, of Socrates, Id.Phdr. 236e.II fond of dialectic, fond of philosophical argument, opp. μισόλογος, Id.La. 188c;φ. γ' εἶ καὶ χρηστός Id.Tht. 161a
;ὁ φιλόσοφός τε καὶ ὁ φ. Id.R. 582e
, cf. Epicur.Sent.Vat.74, Phld.Lib.p.48 O.2 fond of learning and literature, literary,Λακεδαιμόνιοι.. ἥκιστα φ. ὄντες Arist.Rh. 1398b14
;φύσει Ἀθηναῖοι φ. Str.2.3.7
: opp. λογόφιλος(lover of reason), Zeno Stoic.1.67;φιλολόγῳ ὑποκατακλίνεσθαι φιλομαθῆ Plu. 2.618e
, cf. 419d; opp. ἀπαίδευτος, Stob.4.22.107: opp. πολιτικός, Plu.Luc.42.3 student, scholar, first used by Eratosthenes of himself, Suet.Gramm.10, cf. Str.14.5.15, D.H.Comp.25, Arr.Epict.2.4.1, Gal. Libr.Propr.Prooem.: butφιλόλογος ὁ φιλῶν λόγους καὶ σπουδάζων περὶ παιδείαν· οἱ δὲ νῦν ἐπὶ τοῦ ἐμπείρου τιθέασιν, οὐκ ὀρθῶς Phryn. 371
.4 of books, learned, Cic.Att.13.12.3 ([comp] Comp.): suitable for a literary man, connected with learning, ib.15.15.2. Adv.- λόγως
learnedly,Poll.
4.11, Arg.Ar.Ra.5 φ. multa, much learned conversation, Cic.Att.13.52.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόλογος
-
5 Φιλόλογος
{собств., 1}Христианин в Риме, которого ап. Павел просит приветствовать (Рим. 16:15).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Φιλόλογος
-
6 Φιλόλογος
{собств., 1}Христианин в Риме, которого ап. Павел просит приветствовать (Рим. 16:15).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Φιλόλογος
-
7 φιλόλογος
φιλό-λογος, eigtl. das Reden liebend, gern, viel redend, redselig, geschwätzig. Gew. Gelehrsamkeit u. Literatur liebend, über gelehrte, literarische Gegenstände sprechend u. schreibend; einer, der gern über wissenschaftliche Gegenstände sich unterhält. Übh. der sich mit einem Gegenstande wissenschaftlich u. gründlich beschäftigt, dah. auch wiß- u. lernbegierig; bes. der alte Sprachen und Geschichte, u. übh. alte Wissenschaft u. Kunst studiert; in diesem Sinne nannte sich Eratosthenes zuerst φιλόλογος, der als Sprach- u. Geschichtsforscher, als Kritiker u. Mathematiker berühmt war; bei den Römern hieß so Ateius Capito, nach Sueton., quia multiplici et varia doctrina censebatur -
8 φιλόλογος
ο, η1) филолог; 2) литератор; 3) беллетрист -
9 Φιλόλογος
Филолог (христианин).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Φιλόλογος
-
10 φιλόλογος
[филологос] ουσ филолог, литератор. -
11 φιλόλογος
philologue -
12 φιλόλογος
filolog (m) rzecz. -
13 φιλόλογος
filolog -
14 φιλόλογος
philologistΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φιλόλογος
-
15 μῑσο-φιλόλογος
μῑσο-φιλόλογος, die Literatur od. die Schriftsteller u. Gelehrten hassend, Ath. XIII, 610 c.
-
16 φιλολογωτάτη
φιλόλογοςfond of words: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————φιλόλογοςfond of words: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
17 φιλολογωτάτων
φιλόλογοςfond of words: fem gen superl plφιλόλογοςfond of words: masc /neut gen superl pl -
18 φιλολογώτατον
φιλόλογοςfond of words: masc acc superl sgφιλόλογοςfond of words: neut nom /voc /acc superl sg -
19 φιλολόγως
φιλόλογοςfond of words: adverbialφιλόλογοςfond of words: masc /fem acc pl (doric) -
20 φιλόλογον
φιλόλογοςfond of words: masc /fem acc sgφιλόλογοςfond of words: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
φιλόλογος — fond of words masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόλογος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει τους λόγους, που του αρέσει να μιλάει. 2. αυτός που ασχολείται με τα γράμματα και την παιδεία, φιλομαθής, μορφωμένος. 3. το αρσ. και το θηλ. ως ουσ., φιλόλογος, ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τη φιλολογία, και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλόλογος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Ιησού, τον οποίο αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή του (στ 15). Κατά την παράδοση, χειροτονήθηκε επίσκοπος της Σινώπης του Πόντου από τον απόστολο… … Dictionary of Greek
φιλολογωτάτων — φιλόλογος fond of words fem gen superl pl φιλόλογος fond of words masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλολογώτατον — φιλόλογος fond of words masc acc superl sg φιλόλογος fond of words neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλολόγως — φιλόλογος fond of words adverbial φιλόλογος fond of words masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόλογον — φιλόλογος fond of words masc/fem acc sg φιλόλογος fond of words neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Филолог — (Φιλόλογος любитель слова, учености, наук, Римл. XVI, 15) христианин, приветствуемый апост. Павлом в послании к Римлянам. Предание причисляет Ф. к числу семидесяти апостолов. Дорофей и Епифаний пишут, что Ф. апост. Андреем поставлен был епископом … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Πανταζίδης, Ιωάννης — Φιλόλογος και παιδαγωγός (1827 – 1900). Καταγόταν από παλιά μακεδονική οικογένεια. Διδάχτηκε τα στοιχειώδη γράμματα στη Μακεδονία και συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα, όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του αθηναϊκού πανεπιστημίου. Αργότερα… … Dictionary of Greek
Σακελλίων, Ιωάννης — Φιλόλογος και αρχειοδίφης (Νάξος 1815 Αθήνα 1891). Μετά τις φιλολογικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο Αθηνών υπηρέτησε ως υπάλληλος του υπουργείου των Στρατιωτικών (1833 1839), ως προξενικός γραμματέας και πράκτορας στην Κω (1839 1850), ως… … Dictionary of Greek
Σάρρος, Δημήτριος — Φιλόλογος (1869 1938). Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και έπειτα ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης υπηρέτησε διαδοχικά στον Πειραιά την Κύπρο, την Αδριανούπολη, τις Σέρρες και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή (1909 1923). Διατέλεσε… … Dictionary of Greek