-
1 φιλοκερδεία
-
2 φιλοκερδείᾳ
-
3 φιλοκέρδεια
φιλοκέρδειαlove of gain: fem nom /voc sg -
4 φιλοκέρδεια
φῐλοκέρδ-εια, ἡ,A love of gain, greed, Pl.Lg. 649d, X.Cyn.13.12:— written [suff] φῐλοκερδ-κερδία in D.S.5.35, Luc.Sat.14, cf. EM462.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοκέρδεια
-
5 φιλοκερδείας
φιλοκερδείᾱς, φιλοκέρδειαlove of gain: fem acc plφιλοκερδείᾱς, φιλοκέρδειαlove of gain: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 φιλοκερδείης
φιλοκέρδειαlove of gain: fem gen sg (epic ionic) -
7 φιλοκέρδειαι
φιλοκέρδειαlove of gain: fem nom /voc pl -
8 φιλοκέρδειαν
φιλοκέρδειαlove of gain: fem acc sg -
9 φιλοκερδείη
-
10 φιλοκερδείῃ
-
11 φιλοκερδής
φῐλοκερδ-ής, ές,A loving gain, greedy of gain, Thgn.199, Pi.I.2.6, Ar.Pl. 591 (anap.), X.Oec.14.10, etc.;φιλοχρήματος καὶ φ. Pl.R. 581a
: τὸ φ., = φιλοκέρδεια, ib. 586d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοκερδής
-
12 φιλοκερδία
A v. φιλοκέρδεια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοκερδία
См. также в других словарях:
φιλοκερδείᾳ — φιλοκερδείᾱͅ , φιλοκέρδεια love of gain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκέρδεια — love of gain fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκέρδεια — η, ΝΑ, και δ. γρφ. φιλοκερδία Α [φιλοκερδής] υπερβολική αγάπη για το υλικό κέρδος, η με υπέρμετρο ζήλο επιδίωξη τού κέρδους νεοελλ. υπέρμετρη κερδοσκοπία, απληστία, πλεονεξία … Dictionary of Greek
φιλοκέρδεια — η η υπερβολική αγάπη του κέρδους, η ανήθικη κερδοσκοπία, η απληστία, η πλεονεξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοκερδείας — φιλοκερδείᾱς , φιλοκέρδεια love of gain fem acc pl φιλοκερδείᾱς , φιλοκέρδεια love of gain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκερδείης — φιλοκέρδεια love of gain fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκερδείῃ — φιλοκέρδεια love of gain fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκέρδειαι — φιλοκέρδεια love of gain fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκέρδειαν — φιλοκέρδεια love of gain fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
κερδία — κερδία, ἡ (Α) [κέρδος] (κατά τον Φώτ.) απληστία για κέρδος, φιλοκέρδεια … Dictionary of Greek