-
1 φιλ-αγαθής
φιλ-αγαθής, ές, falsche Lesart statt φιλογᾱϑής.
-
2 φιλο-γηθής
φιλο-γηθής, ές, dor. φιλογᾱϑής, die Freude, die Fröhlichkeit liebend, Aesch. Spt. 901.
См. также в других словарях:
φιλογαθής — φιλογᾱθής , φιλογαθής masc/fem nom sg φιλογᾱθής , φιλογηθής loving mirth masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογαθής — και σπάν. τ. φιλογηθής, ές, Α αυτός που τού αρέσει η ευθυμία, η φαιδρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γαθής / γηθής (< γῆθος < γήθω «ευφραίνω»), πρβλ. πλουτο γαθής] … Dictionary of Greek
γήθος — γῆθος, το (Α) γηθοσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γηθέω. Η λ. πρέπει να είναι αρχαία, παρ όλο που μαρτυρείται μεταγενέστερα, γιατί απαντά ως β συνθετικό ορισμένων συνθέτων που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα τών επών (πρβλ. εύγᾱθής, μελιγᾱθής, πλουτογᾱθής,… … Dictionary of Greek
φιλογηθής — ές, Α (σπάν. τ.) βλ. φιλογαθής … Dictionary of Greek