-
1 φιλοβασιλειος
-
2 φιλοβασίλειος
A loving monarchy, Plu.Aem.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοβασίλειος
-
3 φιλοβασίλειος
См. также в других словарях:
φιλοβασίλειος — ον, Α αυτός που συμπαθεί το βασιλικό πολίτευμα, φιλοβασιλικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βασίλειος (< βασιλεύς)] … Dictionary of Greek