-
1 φιλλυρέα
-
2 φιλλυρέα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλλυρέα
-
3 φιλλυρέα
φιλλυρέα, ἡ, ein Baum -
4 φιλυρέα
-
5 φιλυρέα
φῐλυρ-έα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλυρέα
См. также в других словарях:
φιλλυρέα — η, ΝΑ βοτ. βλ. φιλυρέα … Dictionary of Greek
φιλυρέα — και φιλλυρέα, η, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελαιίδες τής τάξης ελαιώδη και το οποίο περιλαμβάνει τέσσερα περίπου είδη αειθαλών θάμνων ή δέντρων που είναι ιθαγενή τής περιοχής τής Μεσογείου και… … Dictionary of Greek
θιλύκι — το λαϊκή ονομασία τού φυτού φιλλυρέα η μεσαία … Dictionary of Greek
φιλύκι — και φιλλύκι και φιλίκι και φελλύκι και φελύκι, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία δύο ειδών τού γένους φυτών φιλλυρέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. ον. τού φυτού φιλυρέα] … Dictionary of Greek