-
1 φιλικος
-
2 φιλικός
η, ό[ν] 1. дружеский, товарищеский, приятельский; дружелюбный;αγώνας — или φιλικό ματς — товарищеский матч;φιλικοί δεσμοί — узы дружбы;
§ Φιλική Εταιρεία ист. Гетерия;2. (ο) ист. член Гетерии -
3 φιλικός
[филикос] επ. дружеский, дружелюбный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φιλικός
-
4 φιλικός
[филикос] επ дружеский, дружелюбный. -
5 κοινωνικος
31) общественный(ἰσότης Plat.; ἀρετή Arst.)
2) общительный, тж. отзывчивый, благожелательный(κ. καὴ φιλικός Polyb.)
3) охотно делящийся, щедрый(τῶν ὄντων Luc.)
-
6 αγώνας
[-ών (-ώνος)] ο1) спорт, состязание, соревнование, игра;αγώνας δρόμου — бег;
οι ολυμπιακοί αγώνες олимпийские игры;ποδοσφαιρικός αγώνας — футбольный матч;
αγώνας σκακιού — шахматные соревнования;
ημιτελικός αγώνας — полуфинальный матч;
φιλικός αγώνας — товарищеская встреча;
αγώνας του κυπέλλου — соревнование на кубок;
2) борьба;προεκλογικός αγώνας — предвыборная борьба;
απελευθερωτικός αγώνας — освободительная борьба;
3) усилие, напряжённый труд;θα χρειαστεί μεγάλος αγώνας — понадобятся большие усилия;
με πολύν αγώνα — с большим трудом;
§ δικαστικός αγώνας — тяжба; — судебный процесс
См. также в других словарях:
φιλικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο φίλο ή τη φιλία: Φιλικό σπίτι. 2. το αρσ. ως ουσ., φιλικός μέλος της Φιλικής Εταιρείας, της περίφημης μυστικής οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας από τους Σκουφά, Ξάνθο και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλικός — friendly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικός — ή, ό / φιλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φίλος] αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον φίλο ή στη φιλία ή αυτός που νιώθει και εκφράζει φιλία (α. «φιλικές σχέσεις» β. «φιλική συντροφιά» γ. «φιλική συμπεριφορά» δ. «ἀλλ ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ… … Dictionary of Greek
φιλικά — φιλικός friendly neut nom/voc/acc pl φιλικά̱ , φιλικός friendly fem nom/voc/acc dual φιλικά̱ , φιλικός friendly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικώτερον — φιλικός friendly adverbial comp φιλικός friendly masc acc comp sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάνος, Π — Φιλικός του οποίου το όνομα παραμένει άγνωστο. Το γεγονός ότι αρχίζει με το γράμμα Π αναφέρεται στο κρυπτογραφικό λεξικό της Φιλικής Εταιρείας. Ο φιλικός αυτός είχε το συνωμοτικό ψευδώνυμο Ανόητος … Dictionary of Greek
φιλικῶν — φιλικός friendly fem gen pl φιλικός friendly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικόν — φιλικός friendly masc acc sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικώτατα — φιλικός friendly adverbial superl φιλικός friendly neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικώτατον — φιλικός friendly masc acc superl sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμούντσιας, Γεώργιος — Φιλικός από τη Μακρινίτσα. Ζούσε στη Μόσχα όπου ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Κομιτζόπουλο και προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στον Αγώνα … Dictionary of Greek