-
1 φιλικον
τό преимущ. pl. признак дружбы, знак вниманияτὰ φιλικὰ καὴ ποιητικὰ φιλίας Arst. — знаки внимания, располагающие к дружбе
См. также в других словарях:
φιλικόν — φιλικός friendly masc acc sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικός — ή, ό / φιλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φίλος] αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον φίλο ή στη φιλία ή αυτός που νιώθει και εκφράζει φιλία (α. «φιλικές σχέσεις» β. «φιλική συντροφιά» γ. «φιλική συμπεριφορά» δ. «ἀλλ ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ… … Dictionary of Greek
FILICON — in l. 32. Cod. Th. de Navicular. Graece φιλικὸν, pensitatio est, quae ex benevolentia amice, et ultro praebetur: quomodo donum, mutuum etc. recentiores usurparunt. Ita exactiones suasetiam Vett. specioso nomine palliarunt. C. du Fresne Gloss … Hofmann J. Lexicon universale
Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… … Dictionary of Greek