-
1 φιλευτακτος
-
2 φιλεύτακτος
φῐλεύ-τακτος, ον, devoted to discipline,Aἐφηβοσύνα AP6.282
(Theod.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλεύτακτος
-
3 φιλεύτακτος
φιλ-εύ-τακτος, Ordnung, Anstand, Zucht, Bescheidenheit liebend -
4 φιλευτάκτου
φιλεύτακτοςmasc /fem /neut gen sg
См. также в других словарях:
φιλεύτακτος — ον, Α αυτός που αγαπά την τάξη και την ευπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εὔτακτος «τακτοποιημένος»] … Dictionary of Greek
φιλευτάκτου — φιλεύτακτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)