-
1 φιλ-εύ-λειχος
φιλ-εύ-λειχος, das Leckerhafte liebend, Leon. Tar. 14 (VI, 305) nach Brunck; Lob. Phryn. 573 will φιλεύλοιχος lesen.
См. также в других словарях:
φιλεύχειλος — ον, Α (εσφ. γρφ.) φιλεύλειχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρόκειται για εσφ. τ. και έχουν προταθεί οι διορθώσεις του σε φιλεύλειχος, φιλεύλοιχος ή φιλεύχυμος] … Dictionary of Greek