-
1 φιλεχθης
-
2 φιλεχθής
φιλεχθήςquarrelsome: masc /fem nom sg -
3 φιλεχθής
φῐλεχθ-ής, ές,A quarrelsome, Theoc.5.137.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλεχθής
См. также в других словарях:
φιλεχθής — quarrelsome masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλεχθής — ές, Α φίλεχθρος·. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εχθής (< ἔχθος «μίσος»), πρβλ. εἰδ εχθής] … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek