-
1 φιλεραστρια
-
2 φιλεράστρια
φιλεράστριαamorous: fem nom /voc sg -
3 φιλεράστρια
φῐλεράστ-ρια, ἡ,A amorous, AP5.3 (Phld.), 10.18 (Marc.Arg.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλεράστρια
-
4 φιλεράστρια
φιλ-εράστρια, ὴ, Freundin von Liebschaften
См. также в других словарях:
φιλεράστρια — amorous fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλεράστρια — ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. φιλεραστής … Dictionary of Greek
φιλεραστής — ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. φιλεράστρια, Α αυτός που τού αρέσει να έχει εραστές ή να είναι εραστής («πάντως μὲν οὖν ὁ τοιοῡτος παιδεραστής τε καὶ φιλεραστὴς γίγνεται», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐραστής] … Dictionary of Greek