Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φιλεράστρια

См. также в других словарях:

  • φιλεράστρια — amorous fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεράστρια — ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. φιλεραστής …   Dictionary of Greek

  • φιλεραστής — ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. φιλεράστρια, Α αυτός που τού αρέσει να έχει εραστές ή να είναι εραστής («πάντως μὲν οὖν ὁ τοιοῡτος παιδεραστής τε καὶ φιλεραστὴς γίγνεται», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐραστής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»