-
1 φιλεργώς
-
2 φιλεργῶς
-
3 φιλέργως
φίλεργοςadverbialφίλεργοςmasc /fem acc pl (doric)
См. также в других словарях:
φιλεργῶς — φιλεργός industrious adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέργως — φίλεργος adverbial φίλεργος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλεργος — η, ο / φίλεργος, ον, ΝΑ, και φιλεργός και φιλοεργός και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῡργος Α αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόπονος, εργατικός αρχ. (το ουδ. στον τ. φιλεργός ως ουσ.) τὸ φιλεργόν η φιλεργία. επίρρ... φιλέργως ΝΜΑ, και φιλεργῶς Α με… … Dictionary of Greek