Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φιλεργός

См. также в других словарях:

  • φιλεργός — industrious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλεργος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλεργος — η, ο / φίλεργος, ον, ΝΑ, και φιλεργός και φιλοεργός και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῡργος Α αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόπονος, εργατικός αρχ. (το ουδ. στον τ. φιλεργός ως ουσ.) τὸ φιλεργόν η φιλεργία. επίρρ... φιλέργως ΝΜΑ, και φιλεργῶς Α με… …   Dictionary of Greek

  • φιλεργός — όν, Α βλ. φίλεργος …   Dictionary of Greek

  • φίλεργος — η, ο φιλόπονος, εργατικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλεργότατον — φίλεργος masc acc superl sg φίλεργος neut nom/voc/acc superl sg φιλεργός industrious masc acc superl sg φιλεργός industrious neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεργόν — φιλεργός industrious masc/fem acc sg φιλεργός industrious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεργότατος — φίλεργος masc nom superl sg φιλεργός industrious masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλέργως — φίλεργος adverbial φίλεργος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλεργον — φίλεργος masc/fem acc sg φίλεργος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεργοί — φιλεργός industrious masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»