-
1 φιλανθρωπευθέντες
φιλανθρωπεύομαιact humanely: aor part mp masc nom /voc pl -
2 φιλανθρωπεύομαι
A act humanely or courteously,πρός τινας D.19.139
: c. acc. rei, to show kindness by granting a thing, Hld.9.27, D.C.50.20;τι περί τινα Aristid.Or.21
(22).10;τὰ θαυμαστά Id.2.234J.
2 Astrol., = sq. 1.2, Procl.Par.Ptol. 200.II c. acc. pers., treat humanely, J.AJ 13.2.3; φ. τινά τι do one a kindness, Hld.9.2:—[voice] Pass.,φιλανθρωπευθέντες D.S.18.18
, cf. Phld.Herc.1457.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλανθρωπεύομαι
См. также в других словарях:
φιλανθρωπευθέντες — φιλανθρωπεύομαι act humanely aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπεύομαι — Α [φιλάνθρωπος] (αποθ.) 1. φέρομαι με φιλανθρωπία 2. (μτβ.) α) καθιστώ κάποιον φιλάνθρωπο β) (με αιτ. προσ. και πράγματος) κάνω μια φιλανθρωπική πράξη για κάποιον γ) (με αιτ. πράγματος) παρέχω κάτι με φιλανθρωπική διάθεση 3. (το αρσ. τής μτχ. παθ … Dictionary of Greek