Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλανθρωπευθέντες

См. также в других словарях:

  • φιλανθρωπευθέντες — φιλανθρωπεύομαι act humanely aor part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπεύομαι — Α [φιλάνθρωπος] (αποθ.) 1. φέρομαι με φιλανθρωπία 2. (μτβ.) α) καθιστώ κάποιον φιλάνθρωπο β) (με αιτ. προσ. και πράγματος) κάνω μια φιλανθρωπική πράξη για κάποιον γ) (με αιτ. πράγματος) παρέχω κάτι με φιλανθρωπική διάθεση 3. (το αρσ. τής μτχ. παθ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»