Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φιλίας

  • 1 дружественный

    επ., βρ: -вен, -венна, -венно
    φιλικός, της φιλίας• φίλιος•

    -ое сотрудничество φιλική συνεργασία•

    -ые связи δεαμοί φιλίας•

    -ая политика πολιτική φιλίας.

    || βλ. дружеский κ. дружелюбный.

    Большой русско-греческий словарь > дружественный

  • 2 визит

    визит м η επίσκεψη \визит веж ливости (дружбы) η επίσκεψη φιλοφροσύνης ( φιλίας) на.нести \визит κάνω επίσκεψη отдать \визит ανταποδίδω επίσκεψη
    * * *
    м
    η επίσκεψη

    визи́т ве́жливости (дру́жбы) — η επίσκεψη φιλοφροσύνης (φιλίας)

    нанести́ визи́т — κάνω επίσκεψη

    отда́ть визи́т — ανταποδίδω επίσκεψη

    Русско-греческий словарь > визит

  • 3 договор

    договор м το σύμφωνο, το συμφωνητικό το συμβόλαιο (контракт )' η συμφωνία (соглашение ) η συνθήκη (пакт)' заключить (расторгнуть) \договор κλείνω (ακυρώ) συμφωνία коллективный \договор η συλλογική σύμβαση трудовой \договор η εργατική σύμβαση \договор о дружбе и взаимной помощи το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας
    * * *
    м
    το σύμφωνο, το συμφωνητικό; το συμβόλαιο ( контракт); συμφωνία ( соглашение); η συνθήκη ( пакт)

    заключи́ть (расто́ргнуть) догово́р — κλείνω (ακυρώ) συμφωνία

    коллекти́вный догово́р — η συλλογική σύμβαση

    трудово́й догово́р — η εργατική σύμβαση

    догово́р о дру́жбе и взаи́мной по́мощи — το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας

    Русско-греческий словарь > договор

  • 4 знак

    знак м 1) το σημάδι, το σημείο, το σήμα \знаки препинания τα σημεία της στίξης восклицательный \знак το θαυμαστικό вопросительный \знак το ερωτηματικό дорожный \знак το σήμα της τροχαίας условный \знак το σύνθημα 2) η ένδειξη в \знак дружбы σ'ένδειξη φιλίας в \знак протеста σ'ένδειξη διαμαρτηρίας ◇ \знаки отличия воен. τα διακριτικά
    * * *
    м
    1) το σημάδι, το σημείο, το σήμα

    знаки препина́ния — τα σημεία της στίξης

    восклица́тельный знак — το θαυμαστικό

    вопроси́тельный знак — το ερωτηματικό

    доро́жный знак — το σήμα της τροχαίας

    усло́вный знак — το σύνθημα

    2) η ένδειξη

    в знак дру́жбы — σ'ένδειξη φιλίας

    в знак проте́ста — σ'ένδειξη διαμαρτηρίας

    ••

    знаки отли́чия — воен. τα διακριτικά

    Русско-греческий словарь > знак

  • 5 месячник

    месячник м о μήνας ( κάποιας εργασίας)· \месячник греко-советской дружбы о μήνας έλληνο- σοβιετικής φιλίας
    * * *
    м
    ο μήνας (κάποιας εργασίας)

    ме́сячник гре́ко-росси́йской дру́жбы — ο μήνας έλληνο-ρωσικής φιλίας

    Русско-греческий словарь > месячник

  • 6 узы

    узы мну οι δεσμοί· \узы дружбы οι δεσμοί φιλίας
    * * *
    мн.
    οι δεσμοί

    у́зы дру́жбы — οι δεσμοί φιλίας

    Русско-греческий словарь > узы

  • 7 договор

    договор
    м τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση[-ις], ἡ συμφωνία / τό συμβόλαιο, τό συμφωνητικό, τό κοντράτο (деловой)! ἡ συνθήκη (пакт):
    \договор о социалистическом соревновании τό συμφωνητικό τής σοσιαλιστικής ἀμιλλας· коллективный \договор ἡ συλλογική σύμβαση· мирный \договор ἡ συνθήκη εἰρήνης· \договор о ненападении τό σύμφωνο μή ἐπιθέσεως· \договор о дружбе и взаимной помощи τό σύμφωνο φιλίας καί ἀμοιβαίας βοήθειας· торговый \договор ἡ ἐμπορική συμφωνία· заключать \договор συνάπτω συνθήκη, κλείνω συμφωνία· нарушать \договор παραβαίνω τήν συνθήκη, παραβιάζω τήν συμφωνία.

    Русско-новогреческий словарь > договор

  • 8 дружба

    дру́жб||а
    ж ἡ φιλία, ἡ φιλική σχέσις:
    \дружба народов ἡ φιλία τῶν λαῶν быть в \дружбае с... εἶμαι φίλος μέ..., ἔχω φιλία μέ..., ἔΧω φιλικές σχέσεις· ◊ не в слу́жбу, а в \дружбау погов. χάριν φιλίας.

    Русско-новогреческий словарь > дружба

  • 9 залог

    залог I
    м
    1. (действие) ἡ ἐνεχυρίαση [-ις], ἡ ὑποθήκευση [-ις]·
    2. (предмет залога) τό ἐνέχυρο, ἡ ἐγγύηση [-ις], τ) ὑποθήκη / τό καπάρο (денежный):
    отдавать в \залогενεχυριάζω, βάζω ἐνέχυρο· выкупать из \залога ἐξαγοράζω τό ἐνέχυρο, ἀποσβήνω, ἐξαλείφω τήν ὑποθήκη· под \залог чего́-л. (о недвижимости) ὑποθηκεύω, βάζω ὑπο-θήκην освободить под \залог ἀπελευθερώνω μέ ἐγγύηση·
    3. перен ἡ ἐγγόηση [-ις]:
    \залог ми́ра ἡ ἐγγύηση τής είρήνης· \залог дружбы ἡ ἐγγύηση φιλίας· в \залог чего́-л. σάν ἐγγύηση.
    залог II
    м грам. ἡ φωνή:
    действительный \залог ἡ ἐνεργητική φωνή· страдательный \залог ἡ παθητική φωνή· средний \залог ἡ μέση φωνή.

    Русско-новогреческий словарь > залог

  • 10 знак

    знак
    м
    1. τό σημείο[ν], τό σημάδι:
    \знак равенства мат τό σημείον ἰσον \знаки препинания τά σημεία στίξεως, τά σημεία τής στίξης· восклицательный \знак τό θαυ-μαστικό[ν]· вопросительный \знак τό ἐρωτη-ματικό[ν]· дорожный \знак τό σήμα τής τροχαίας· водяной \знак τό ὑδάτινο σημείο (στό χάρτη)·
    2. (признак):
    \знаки внимания ἡ ἐνδειξη προσοχής· молчание · \знак согласия ἡ σιωπή σημαίνει κατάφαση· в \знак дружбы είς ἔνδειξιν φιλίας·
    3. (сигнал) τό σημεῖο[ν], τό σύνθημα, τό σινιάλο:
    условный \знак τό συμβατικό σημείο· \знак бедствия τό σημεῖον κινδύνου· подавать \знаки рукой δίνω σημείο (или κάνω σινιάλο) μέ τό χέρι·
    4. (предзнаменование) ὁ οίωνός, τό σημάδι:
    это дурной \знак αὐτό εἶναι κακός οίωνός, αὐτό εἶναι κακό σημάδι· ◊ фабричный \знак ἡ μάρκα (или τό σήμα) τοῦ ἐργοστασίου· Знак почета (орден) τό παράσημον τιμής· \знаки отличия воен. τά διακριτικά· денежный \знак τό τραπεζογραμμάτιον, τό χαρτονόμισμα знакомить несов
    1. (кого-л. с кем-л.) γνωρίζω (μετ.) / συνιστώ, συστήνω (представлять кого-л.)·
    2. (с чем-л.) γνωρίζω / κατατοπίζω, ἐνημερώνω, καθιστώ ἐνήμερο[ν] (с обстановкой, положением и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > знак

  • 11 пакт

    пакт
    м τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση [-ις]:
    \пакт о дру́жбе и взаимопомощи τό σύμφω· νο φιλίας καί ἀμοιβαίας βοήθειας· \пакт мира τό σύμφωνο[ν] είρἡνης.

    Русско-новогреческий словарь > пакт

  • 12 служба

    слу́жб||а
    ж
    1. ἡ ὑπηρεσία/ ἡ θέση (место):
    госуда́рственная \служба ἡ κρατική ὑπηρεσία· действительная \служба воен. ἡ ἐνεργός ὑπηρεσία· быть на военной \службае ὑπηρετώ στον στρατὅ поступить на \службау μπαίνω στήν ὑπηρεσία, διορίζομαι·
    2. (отрасль, организация) ἡ ὑπηρεσία, то τμήμα:
    \служба связи воен. ἡ ὑπηρεσία διαβιβάσεων \служба погоды ἡ μετεωρολογική ὑπηρεσία·
    3. церк. λειτουργία, ἡ θεία λειτουργία, ἡ ἀκολουθία·
    4. \службаы мн. (постройки) уст. τά παραρτήματα σπιτιοϋ, τά ὑπηρεσιακά κτίρια· ◊ сослужить кому́-л. \службау παρέχω ἐκδούλευση σέ κάποιον не в \службау, а в дру́жбу погов. χάριν φιλίας.

    Русско-новогреческий словарь > служба

  • 13 договор

    -а, πλθ. -воры κ. договор, -а, πλθ. договора α.
    συμφωνία, σύμφωνο, σύμβαση• συμφωνητικό• συνθήκη•

    договор о дружбе и взаимной помощи σύμφωνο φιλίας καί αλληλοβοήθειας•

    мирный договор συνθήκη ειρήνης•

    заключить договор κλείνω συμφωνία•

    расторгнуть договор ξεσχίζω τή συνθήκη•

    договор о ненападении σύμφωνο μη επίθεσης•

    договор о мореплавании συνθήκη θαλασσοπλοΐας•

    торговый договор εμπορική συμφωνία•

    договор о социалистическом соревновании συμφωνητικό σοσιαλιστικής άμιλλας•

    словесный, письменный- προφορική, γραπτή συμφωνία•

    договор о сдаче крепости συμφωνία παράδοσης οχυρού (φρουρίου).

    Большой русско-греческий словарь > договор

  • 14 доказательство

    ουδ.
    1. απόδειξη, αποδεικτικό στοιχείο, μαρτυρία, τεκμήριο, σημάδι• δείγμα ένδειξη•

    для -а приведу ряд документов για απόδειξη θα σας προσκομίσω μια σειρά από έγγραφα•

    вещественные, -а τα πειστήρια•

    я считаю достаточным -ом θεωρώ οτι είναι αρκετό για απόδειξη•

    этот поступок служить -ом его честности αυτή η πράξη είναι μαρτυρία της τιμιότητας του•

    в доказательство уважения, дружбы σε ένδειξη σεβασμού και φιλίας•

    неопровержимые -а αδιάψευστα τεκμήρια•

    представление -ств παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων.

    2. (μαθ.) απόδειξη•

    теорема имеет несколько -ств το θεώρημα έχει κάμποσες αποδείξεις.

    Большой русско-греческий словарь > доказательство

  • 15 дружба

    θ.
    φιλία•

    свести -у πιάνω φιλία•

    под видом -ы κάνοντας το φίλο•

    быть в -е είμαι φίλος, συνδέομαι με φιλία•

    не в службу, а в -у όχι υπηρεσιακά, αλλά φιλικά, χάρη φιλίας, σαν φίλος.

    Большой русско-греческий словарь > дружба

  • 16 залог

    α.
    1. εγγύηση•

    залог мира εγγύηση ειρήνης•

    чистота залог здоровья η καθαριότητα είναι εγγύηση για την υγεία•

    освободить под залогом απελευθερώνω με εγγύηση.

    2. υποθήκη ενέχυρο, αμανάτι•

    отдать в залог βάζω υποθήκη.

    || καπάρος, προκαταβολή.
    3. τεκμήριο, δείγμα, εχέγγυο•

    залог дружбы δείγμα φιλίας.

    α.
    (γραμμ.) διάθεση•

    действительный залог ενεργητική διάθεση•

    возвратно-средний залог ουδέτερη διάθεση•

    страдательный залог παθητική διάθεση.

    α.
    (διαλκ.) πολυετή χέρσα εδάφη.

    Большой русско-греческий словарь > залог

  • 17 знак

    α.
    1. σημάδι, σημείο•

    опознавательные -и τα διακριτικά (γνωρίσματα) αεροσκάφους.

    || μαρτυρία, τεκμήριο, ένδειξη•

    в знак дружбы σε ένδειξη φιλίας•

    молчание знак знак согласия η σιωπή είναι κατάφαση.

    2. ίχνος, αχνάρι, πατημασιά• αποτύπωμα•

    у него остались -и после раны του έμειναν σημάδια από την πληγή.

    || στίγμα, βούλα, κουκίδα.
    3. οιωνός, προμήνυμα•

    добрый знак καλό σημάδι•

    дурной знак κακό σημάδι.

    4. σινιάλο, σήμα•

    условный знак συμβατικό σήμα•

    дать знак δίνω σήμα.

    5. συμβολικό σημάδι•

    иероглифические -и ιερογλυφικά σημάδια•

    стенографические -и στενογραφικά σημάδια•

    математические -и μαθηματικά σημάδια•

    алфавитные -и τα φθογγόσημα.

    || μάρκα, στάμπα•

    фабричный знак το σήμα της φάμπρικας.

    6. βλ. значок.
    7. νεύμα, γνέμα, γνέψιμο•

    сделать (подать) знак головой, κάνω νεύμα με το κεφάλι.

    εκφρ.
    - и отличия – τα εύσημα•
    знак почтовой оплаты – ταχυδρομικό ένσημο•
    - и различия – διάσημα, γαλόνια•
    в знак памяти – για ενθύμιο•
    под -ом – με το σύνθημα.ή με το χαρακτηριστικό γνώρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > знак

  • 18 нерасторжимость

    θ.
    το αδιάρρηκτο, το ακατάλυτο•

    нерасторжимость дружбы το ακατάλυτο της φίλιας.

    Большой русско-греческий словарь > нерасторжимость

  • 19 приятельство

    ουδ.
    φιλία•

    по -у από φιλία, για λόγους φιλίας.

    Большой русско-греческий словарь > приятельство

  • 20 ради

    πρόθ. με γεν.
    1. χάρις, χάριν, για, δια, προς•

    не для себя, а ради общей пользы όχι για τον εαυτό μου, αλλά για το κοινό όφελος•

    сего, того ради χάριν αυτού, εκείνου• χάριν του ενός, χάριν του άλλου•

    ради дела χάριν της υπόθεσης•

    ради него για χατήρι του.

    2. για όνομα, εν ονόματι, στο όνομα•

    просить христа ради ζητώ στο όνομα του Χριστού•

    ради дружбы στο όνομα (χάριν) της φιλίας.

    3. λόγω, ένεκα•

    ради развлечения για διασκέδαση•

    шутки ради χάριν αστειότητας•

    ради смеха για γέλιο.

    4. γιατί,για ποιο λόγο, σκοπό, για ποια αιτία, προς τι•

    чего ради ты пошл туда? γιατί πήγες εκεί;•

    его простили ради молодости τον συγχώρησαν γιατί ήταν νέος.

    Большой русско-греческий словарь > ради

См. также в других словарях:

  • Φιλίας ἀθανάτους. — φιλίας ἀθανάτους. См. Дружба …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φιλιᾶς — φιλιᾶ̱ς , φιλιάζω to be a friend fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλίας — φιλίᾱς , φίλιος friendly fem acc pl φιλίᾱς , φίλιος friendly fem gen sg (attic doric aeolic) φιλίᾱς , φιλία affectionate regard fem acc pl φιλίᾱς , φιλία affectionate regard fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Stade de la Paix et de l'Amitié — Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας Stade de la Paix et de l Amitié au Pirée en Grèce. Généralités Surnom S.E.F …   Wikipédia en Français

  • Чемпионат Европы по баскетболу 1987 — Евробаскет 1987 25 й чемпионат Европы FIBA по баскетболу Данные турнира Место проведения …   Википедия

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… …   Dictionary of Greek

  • υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • φιλία — Όνομα 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Βρίσκεται N των Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του… …   Dictionary of Greek

  • φιλικός — ή, ό / φιλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φίλος] αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον φίλο ή στη φιλία ή αυτός που νιώθει και εκφράζει φιλία (α. «φιλικές σχέσεις» β. «φιλική συντροφιά» γ. «φιλική συμπεριφορά» δ. «ἀλλ ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»