Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

φιλήνωρ

См. также в других словарях:

  • φιλήνωρ — ορος, ὁ, ἡ Α (επικ. τ.) βλ. φιλάνωρ …   Dictionary of Greek

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • φιλάνωρ — και επικ. τ. φιλήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. φίλανδρος·2. (για δελφίνι) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + άνωρ / ήνωρ (< ἀνήρ, βλ. λ. άνδρας), πρβλ. ἀγαπ ήνωρ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»