-
1 φιβαλέα
φιβαλέα, συκῆ, ἡ, = Folgdm, Ath. III, 75 b.
-
2 φιβάλεως
-
3 φιβαλέον
-
4 φιβάλεως
См. также в других словарях:
φιβαλέον — τὸ, Α στον πληθ. τὰ φιβαλέα (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος σύκων, καὶ ἡ συκῆ ὁμωνύμως τινὲς δὲ ἰσχάδας». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φιβάλεως, κατά τα ουδ. (βλ. λ. φιβάλεως)] … Dictionary of Greek