-
1 φθόρφι
φθόρ-φῐ, [suff] φθόρ-φῐν, case-suffix with locative, ablative and instrumental sense, freq. in [dialect] Ep.; also [dialect] Aeol. acc. to Sch.D, Gen.Il.3.338, Sch. Opp.Hal.1.709; [dialect] Boeot. acc. to Hsch.A s.v. πασσαλόφιν (who cites Ἴδηφιν = Ἴδης); found in Lyr.,σὺν ὄχεσφι Ibyc.2.6
;Μῶσα.., ὠρανίαφι Alcm.59
(voc. acc. to A.D.Adv.165.8); πασσαλόφιν in a Com. parody, Hermipp.55 (anap.). -
2 φθορά
A destruction, ruin, Hdt.2.161, 7.18, Hp.Vict.1.5, A.Ag. 406 (lyr.), etc.; of persons, death, esp. by some general visitation, as pestilence, Th.2.47, Pl.Lg. 677a (pl.), GDI 5104c11 (Crete, pl.);ἀνδροθνῆτας Ἰλίου φθοράς A.Ag. 814
.b of animals, loss by death, PStrassb.24.26,31 (ii A. D.).2 Philos., passing out of existence, ceasing to be,γενομένῳ παντὶ φ. ἐστι Pl.R. 546a
;περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς Id.Phd. 95e
, title of work by Arist., cf. Pl.Phlb. 55a, Arist.Ph. 229b13, Gal.6.6; ἡ φ. μεταβολή τίς ἐστιτῶν φθειρομένων εἰς τοὐναντίον ἑκάστῳ Plu.2.948f
: pl., Pl.Phd. 96b, R. 490e, al.: with dat. (instrumental),ἡ μεγίστηφθορὰ ὕδασιν Id.Ti. 23c
, cf. 22d.b loss by deterioration,ἐκφορίου.. ἀνυπολόγου πάο ης φθορᾶς PTeb.105.3
,18 (ii B. C.); damage,ἐκτεῖσαι τὴν γεγονυῖαν ὑπ' αὐτῶν τοῦ χόρτου.. φ. BGU1824.29
(i B. C.); misspelt φθαρά ib.1866.3 (i B. C.).4 seduction, ἐλευθέρων Lexap. Aeschin.1.12; παρθένων, γυναικῶν, Plu.2.712c (pl.), Vett.Val.2.37 (pl.), cf. Parth.35.3, D.H.2.25; rape, Str.6.1.6.6 gradation of colours in painting, Plu.2.346a; τὰς μίξεις τῶν χρωμάτων οἱ ζωγράφοι φθορὰς ὀνομάζουσι ib.725c, cf. 393c.7 = φθόη, Hp.Aph.7.80.8 storm-tossings or shipwrecks,τί τοι λέγοιμ' ἂν τὰς ἐν Αἰγαίῳ φθοράς; E.Hel. 766
; cf.φθείρω 11.4
. -
3 φθορεύς
A corrupter, seducer, Ph.2.53, al., Plu.2.18c, Arr.Epict.2.22.28, Vett.Val.119.12, Jul.Caes. 336a, AP5.256 (Pall.), etc.: metaph.,φ. ἀγαθῶν Ph.1.412
.— Hellenistic acc. to Moer.p.390P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθορεύς
-
4 φθορεῖον
φθορ-εῖον, το,A drug for producing abortion, SIG985.20 (Philadelphia, i B. C.): pl., IG12 (1).789.12 (Lindos, ii A. D.); cf.φθόριος 1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθορεῖον
-
5 φθορία
φθορ-ία, ἡ,A corruption, mischief, Hp.Jusj. -
6 φθορικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθορικός
-
7 φθόριμος
A destructive, Man.2.346.II perishable,τὸ φ. τῶν σωμάτων Herm.
ap. Stob.1.49.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθόριμος
-
8 φθόριος
φθόρ-ιος, ον,A destructive: esp. of means to produce abortion,πεσσός Hp.Jusj.
;φ. ἐμβούων Dsc.5.67
, cf. Sor.1.60: φθόρια, τά, = φθορεῖα, Dsc.2.164, Plu. 2.134f.II φθόριον ἕδνον sum given to a bride as compensation for loss of virginity, PSI9.1075.6 (v A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθόριος
-
9 φθόρος
φθόρ-ος (on the accent v. Hdn.Gr.1.191), ὁ,A = φθορά, Thgn.833, Th.2.52, Pl.Euthd. 285b, Arist.Pr. 879b26;πολὺς ἐγένετο φ. τῶν πολεμίων Plb.3.51.3
: mostly in phrases, ἴτ' ἐς φθόρον = φθείρεσθε (v.φθείρω 11.1
), A.Ag. 1267; οὐκ ἐς φθόρον .. ; Id.Th. 252; ἄπαγ' ἐς τὸν φθόρον [Epich.] ap.Ath.2.63d.II like ὄλεθρος, pestilent fellow, Ar.Eq. 1151, D.13.24; of a woman, Ar.Th. 535;φθόρος ἀργυρίω Theoc.15.18
. -
10 φθορώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθορώδης
См. также в других словарях:
φθορ(ο)- — Ν βλ. φθοριο … Dictionary of Greek
φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… … Dictionary of Greek
μαγεύς — μαγεύς( έως, ὁ, ονομ. πληθ. κατά τον Ησύχ. μαγῆες (Α) 1. αυτός που ζυμώνει ψωμί, ζυμωτής 2. (για σπόγγο) αυτός που απομάσσει, που σφογγίζει κάτι 3. (κατά τον Ησύχ.) «μαγῆες οἰκονόμοι δείπνου» και «μαγῆες τὰ ἄλφιτα μάττοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ … Dictionary of Greek
φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… … Dictionary of Greek
φθόρος — ὁ, ΜΑ, και φθορός Α σταδιακή καταστροφή ή απώλεια, φθορά αρχ. 1. (για πρόσ.) (κυρίως στον τ. φθορός) αυτός που προκαλεί φθορά 2. φρ. α) «ἵτ ἐς φθόρον» (ως κατάρα) πηγαίνετε να χαθείτε (Αισχύλ.) β) «φθόρος ἀργυρίου» άσωτος άνθρωπος (Θεόκρ.).… … Dictionary of Greek