-
1 φθινώδες
-
2 φθινῶδες
-
3 φθορ-ώδης
φθορ-ώδης, ες, von verderbter Art, Beschaffenheit, τοῦ ἀέρος τὸ φϑορῶδες Hdn. 1, 12, 2, v. l. φϑινῶδες.
См. также в других словарях:
φθινῶδες — φθινώδης consumptive masc/fem voc sg φθινώδης consumptive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικός — ή, ό / συγγενικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγγενής / συγγένεια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη συγγένεια («συγγενικοί δεσμοί») 2. παραπλήσιος, παρόμοιος, παρεμφερής («συγγενικοί κλάδοι») νεοελλ. 1. αυτός που απαρτίζεται από… … Dictionary of Greek
φθινώδης — ῶδες, Α 1. φθισικός, φυματικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φθινῶδες η κατάσταση τού φυματικού 3. φρ. «φθινώδης νόσος» η φυματίωση (Παυσ.). επίρρ... φθινωδῶς Α σε κατάσταση φυματίωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek