-
1 φθειρίαω
A to be lousy, D.L.5.5: esp. have the morbus pedicularis, Com. A desp. 280, Archig. ap. Gal. 12.463, Plu.Sull.36;τοῖς ἐκ νόσου φθειριῶσι Dsc.1.37
; of bees, Gp. 15.2.13; of oxen, ib.17.29; alsoφθειριῶσα ἄμπελος Str.7.5.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθειρίαω
См. также в других словарях:
φθειριώ — φθειριῶ, άω, ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. έχω ψείρες 2. πάσχω από φθειρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ + κατάλ. ιῶ / ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ἀρρωστ ιῶ)] … Dictionary of Greek