-
1 φθειρός
φθείρlouse: masc gen sg -
2 φθείρ
φθείρ, φϑειρός, ὁ, 1) die Laus; zuerst bei Her. 2, 37. 4, 168; oft bei Ar., z. B. Plut. 537; φϑειρσὶ πολεμεῖν Pax 724; u. a. Comic., πρὸς φϑεῖρα κείρασϑαι, komisch, sich bis auf die Haut scheeren lassen, Eubul. bei Phot.; später auch ἡ, aber minder attisch, Lob. Phryn. 307. – 2) ein Seefisch, der sich an andere anhängt, Arist. H. A. 5, 31. – 3) die kleine Frucht von einer Fichtenart, πίτυς φϑειροφόρος, Schol. Il. – 4) Nach Poll. 1, 89 ein Theil des Steuerruders.
-
3 φθειρ
φθειρός ὅ (dat. pl. φθειρσί)1) вошь Her., Arph. etc.2) хлебный жучок, вредитель(σῖτος φθειρὴ ζεῖ Luc.)
3) «морская вошь» (предполож. Periderma cylindricum - рачок, паразитирующий, на глазу некоторых рыб) Arst.4) поздн., бот. шишка (ср. φθειροτραγέω) -
4 φθείρ
A louse, Archil.137, Heraclit.56, Hdt.2.37, 4.168, Ar. Pax 740, al., IG 42(1).122.45 (Epid., iv B. C.), etc.: prov., πρὸς φθεῖρα κείρασθαι, i. e. to be close shaven, Eub.32; of the morbus pedicularis ([etym.] φθειρίασις), τὴν σάρκα εἰς φθεῖρας μεταβάλλειν Plu.Sull.36
; /5.2.23;ὁ γευσάμενος.. φθειρσὶν ἐξέζεσεν Ael.NA9.19
.2 of lice that infest animals, Arist.HA 556b22; birds, ib. 557a11; fish, ib. 557a22; also vegetables,μὴ ὁ σῖτος φθειρὶ ζέσῃ Luc.Ep.Sat.26
, cf. Ctes.Fr.57.21, Gal.6.572;οὐ ποιήσει φθεῖρας ἡ ἄμπελος Gp.5.30.1
.IV middle part of the rudder, Poll.1.89. -
5 φθείρ
См. также в других словарях:
φθειρός — φθείρ louse masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθειράριος — ον, ΜΑ ψειριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + κατάλ. άριος (πρβλ. ψωρ άριος)] … Dictionary of Greek
φθειρογράφος — ὁ, Α ονομασία εμπλάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + γράφος*] … Dictionary of Greek
φθειροκομίδης — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ φθεῑρας τρέφων». [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικό πατρωνυμικό, σχηματισμένο από ένα αμάρτυρο *φθειρόκομος (< φθείρ, φθειρός + κομῶ «φροντίζω») με κατάλ. ίδης*] … Dictionary of Greek
φθειροκτόνος — α, ο / φθειροκτόνος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. αυτός που εξολοθρεύει τις ψείρες («φθειροκτόνο φάρμακο») μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φθειροκτόνον το φυτό φθείριον*, σταφισαγρία, κν. σήμερα ψειροβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + κτόνος (< κτείνω… … Dictionary of Greek
φθειροποιός — όν, Α 1. αυτός που παράγει ψείρες («ἔριον φθειροποιόν», Πλούτ.) 2. αυτός που έχει μικρούς εδώδιμους σπόρους («πίτυς φθειροποιός.», Θεόφρ.) 3. καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + ποιός*] … Dictionary of Greek
φθειροπύλη — ἡ, Α ειρωνικό παρωνύμιο εταίρας, τής Φανοστράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + πύλη. Η αρχική σημ. τής λ. πρέπει να ήταν «πόρτα, πύλη για τις ψείρες» και όχι η σημ. που προτείνεται από ορισμένους μελετητές «αυτή που στηριζόταν στην πόρτα και… … Dictionary of Greek
φθειροτραγώ — έω, Α τρώω σπόρους κουκουναριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + τραγῶ (< τραγος < θ. τραγ , πρβλ. τραγ εῖν, απρμφ. αορ. β τού ρ. τρώγω*), πρβλ. συκο τραγῶ] … Dictionary of Greek
φθειροτρωκτώ — έω, Α φθειροτραγῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + τρωκτῶ (< τρώκτης < τρώκτης < τρώγω)] … Dictionary of Greek
φθειροφάγος — ον, Α (κυρίως το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φθειροφάγοι λαός τής Κολχίδος που συνήθιζε να τρώει σπόρους κουκουναριάς και τού οποίου η ονομασία οφείλεται, κατά τον Στράβωνα, στη ρυπαρότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + φάγος*] … Dictionary of Greek
φθειροφόρος — α, ο / φθειροφόρος, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει ψείρες αρχ. αυτός που έχει μικρούς εδώδιμους σπόρους («πίτυς φθειροφόρος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + φόρος*] … Dictionary of Greek