-
1 φθειριστικός
φθειριστικός, Läuse suchend; ἡ φϑειριστική, sc. τέχνη, die Kunst, Läuse zu fangen, Plat. Soph. 227 b.
-
2 φθειριστικός
φθειριστικός, Läuse suchend; ἡ φϑειριστική, sc. τέχνη, die Kunst, Läuse zu fangen
См. также в других словарях:
φθειριστικός — ή, όν, Α [φθειρίζω] 1. αυτός που αναζητεί ψείρες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ φθειριστική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής αναζήτησης και τής εξόντωσης τών ψειρών … Dictionary of Greek
φθειριστικῆς — φθειριστικός seeking lice fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)