-
1 φθειρισμός
φθειρ-ισμός, ὁ,A picking lice, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθειρισμός
-
2 φθειριασμός
φθειρ-ιασμός, ὁ,A = φθειρισμός, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθειριασμός
См. также в других словарях:
φθειρισμός — ὁ, ΜΑ [φθειρίζω] καθάρισμα από τις ψείρες … Dictionary of Greek
φθειριασμός — ὁ, ΜΑ [φθειριῶ] φθειρισμός* … Dictionary of Greek