Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φθάνει

  • 1 προθρυλεω

        (за)ранее болтать
        

    φθάνει προτεθρυλημένον Luc. (это) уши прожужжало

    Древнегреческо-русский словарь > προθρυλεω

  • 2 τρέχω

    (αόρ. έτρεξα и εδραμον) 1. αμετ.
    1) бежать; бегать; 2) нестись, мчаться (о машине); 3) бежать, спешить (о часах); 4) течь, литься;

    τρέχει αίμα — а) идёт кровь; — б) перен. льётся кровь;

    η μύτη του τρέχει αίμα — у него из носа идёт кровь;

    τρέχει η μύτη του — у него течёт из носу;

    τα σάλια τρέχουν — слюна течёт;

    τρέχω ουν τα μάτια του βροχή — у него слёзы текут ручьём;

    5) сыпаться (о зерне);
    6) течь, протекать (о сосуде и т. п.); быть дырявым (о мешке, ящике и т. п.);

    τρέχει κι' ακόμα τρέχει — летит сломя голову; — бежит, только пятки сверкают;

    τρέχει και δε φθάνει — как он ни бьётся, всё напрасно;

    τρέχει όπου τρέχουν τα νερά — он плывёт по течению;

    κάτι τρέχει — здесь что-то происходит;

    κάτι τρέχει στα γύφτικα! — а) много шума из ничего; — б) пустяки!;

    τρέχα γύρευε — а) ещё чего!; — б) поди найди;

    2. μετ. гнать, погонять;

    § τί τρέχει; — что здесь происходит?, в чём дело?;

    όποιος τρέχει σκοντάφτει — погов, поспешишь — людей насмешишь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρέχω

См. также в других словарях:

  • φθάνει — φθάνω come pres ind mp 2nd sg φθάνω come pres ind act 3rd sg φθά̱νει , φθάνω come pres ind mp 2nd sg (epic) φθά̱νει , φθάνω come pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μεσουράνηση — (Αστρον.). Η διέλευση ενός αστέρα από τον ουράνιο μεσημβρινό ενός παρατηρητή. Εξαιτίας της περιστροφής της Γης το φαινόμενο συμβαίνει δύο φορές την ημέρα, μόνο όμως στην περίπτωση των αειφανών αστέρων μπορούν να παρατηρηθούν και οι δύο μ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • σκιόσφαιρα — η, Ν οικολ. τμήμα τής βιόσφαιρας στο οποίο δεν φθάνει καθόλου ή φθάνει σε μικρό βαθμό το ηλιακό φως, όπως είναι τα μεγάλα βάθη τών θαλασσών, τα σπήλαια, το φυτικό έδαφος και, για τα ενδοπαράσιτα, το εσωτερικό τού σώματος τών ξενιστών …   Dictionary of Greek

  • υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»