-
1 ἐπι-κλάω
ἐπι-κλάω (s. κλάω), einbrechen, einbiegen; ἡ δε-ξιὰ περὶ τἡν κεφαλὴν ἐς τὸ ἄνω ἐπικεκλασμένη Luc. D. D. 11, 2; ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα rhet. praec. 11; von den Wellen, ἐπ' ἀλλήλων ἐπικλωμένων κυμάτων Alciphr. 1, 1; vgl. Luc. Tox. 20. – Gew. übertr., φείσασϑαι δὲ καὶ ἐπικλασϑῆναι τῇ γνώμῃ οἶκτον λαβόντες, sich rühren, zum Mitleid bewegen lassen, Thuc. 3, 59, wie μὴ παλαιὰς ἀρετὰς ἀκούοντες ἐπικλασϑῆτε 3, 67; Sp., ἡ παροῦσα δυςτυχία τῷ Περικλεῖ περὶ τὸν οἶκον ἐπέκλασε τοὺς Ἀϑηναίους Plut. Pericl. 37; Them. 10 Phoc. 15 u. öfter; εἰς οἶκτον ἐπικλάσαι τοὺς ἀκούοντας Ael. H. A. 10, 36; εἴ πως ἐπικλασϑεῖεν τῇ γνώμῃ τὰ ὅπλα παραδοῦναι, am Muth geknickt werden, den Muth verlieren, Thuc. 4, 37; so ἐπεκλάσϑη allein, Plut. mul. virt. p. 300; – τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν, das Schmelzende, Luc. Demon. 12.
-
2 ἐπικλάω
ἐπι-κλάω, einbrechen, einbiegen; von den Wellen. Gew. übertr., φείσασϑαι δὲ καὶ ἐπικλασϑῆναι τῇ γνώμῃ οἶκτον λαβόντες, sich rühren, zum Mitleid bewegen lassen; εἴ πως ἐπικλασϑεῖεν τῇ γνώμῃ τὰ ὅπλα παραδοῦναι, am Mut geknickt werden, den Mut verlieren; τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν, das Schmelzende
См. также в других словарях:
φείσασθαι — φείδομαι spare aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώφρονας — ο / σώφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. σώφρων Ν, και σαόφρων Α 1. (για πρόσ.) συνετός, μυαλωμένος (α. «μετριοπαθής και σώφρωνας πολιτικός» β. «ὅστις σώφρον ἔθηκε τὸν ἄφρονα», Θέογν. γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. (για λόγους,… … Dictionary of Greek
φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… … Dictionary of Greek
φείσασθ' — φείσασθε , φείδομαι spare aor imperat mid 2nd pl φείσασθαι , φείδομαι spare aor inf mid φείσασθε , φείδομαι spare aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)