-
1 φευκτεον
-
2 διατεταμενως
1) всеми силами, всячески(φευκτέον τέν μοχθηρίαν Arst.)
2) решительно, категорически(ἐπειπεῖν Plut.)
См. также в других словарях:
φευκτέον — φευκτέος masc/fem acc sg φευκτέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)