Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

φερέοικος

См. также в других словарях:

  • φερέοικος — carrying one s house with one masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέοικος — η, ο / φερέοικος, ον, ΝΜΑ, και φέροικος, ὁ, Α 1. (για ζώο) αυτός που κουβαλά μαζί του το σπίτι του, όπως λ.χ., το σαλιγκάρι ή η χελώνα 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ φερέοικος·α) είδος… …   Dictionary of Greek

  • φερέοικος — η, ο 1. αυτός που κουβαλάει το σπίτι του μαζί του (όπως το σαλιγκάρι, η χελώνα κτό.). 2. μτφ., άνθρωπος που δεν έχει μόνιμη κατοικία, που πλανιέται εδώ κι εκεί, που μένει το βράδυ οπουδήποτε τύχει: Γκρεμίστηκε το σπίτι του και τώρα είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φερέοικον — φερέοικος carrying one s house with one masc/fem acc sg φερέοικος carrying one s house with one neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεοίκων — φερέοικος carrying one s house with one masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέοικοι — φερέοικος carrying one s house with one masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • улитка — чеш. ulitа – то же. По видимому, первонач. прилаг. *ulitъ полый , ср. улей. Ср. греч. φερέοικος носящий (свой) дом – об улитке и черепахе (Хаверс 31). Что касается суф., ср. домовит. •• [Чеш. слово заимств. из русск.; см. Махек, Slavia , 28, 1959 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Terpsimbrotos — is a type of linguistic compound (inflectional verbal compounds, German verbales Rektionskompositum ), on a par with the bahuvrihi and tatpurusha types. It is derived from a finite verbal phrase, the verbal inflection still visible at the… …   Wikipedia

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • φέροικος — ὁ, Α βλ. φερέοικος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»