-
1 φελλίς
-
2 φελλὶς
φελλὶς γῆ, = foreg., Poll.1.227: [full] Φελλεῖδα is pr.n. of a piece of land in IG22.2492.1,32 (the older form was prob. φελληΐς (φελλῄς): ἀφελλής is v. l. in Poll. l. c.). -
3 φελλίς
См. также в других словарях:
φελλίς — ίδος, ἡ, Α (ενν. γῆ) θηλ. τού φελλεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τής λ. φελλεύς*, με κατάλ. ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
φελλής — και φελληΐς, ἡ, Α φελλίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. (παρλλ. τής λ. φελλεύς* με κατάλ. ῄς/ ηΐς) τού οποίου την ύπαρξη υποτίθεται από έναν τ. αιτ. πτώσης ενός τοπωνυμίου Φελλεῖδα] … Dictionary of Greek