Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φελλάτᾱς

См. также в других словарях:

  • φελλάτας — και φελλάντας και φελλέτας και φελλεάτας, ὁ, Α (ενν. λίθος) είδος λίθου ο οποίος χρησίμευε στην κατασκευή αγαλμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. είδους λίθου, η οποία εμφανίζει ποικιλία δυσερμήνευτων μορφών (φελλάτας, φελλάντας, φελλέτας, φελλεάτας) και… …   Dictionary of Greek

  • φελλάντας — ὁ, Α βλ. φελλάτας …   Dictionary of Greek

  • φελλέτας — ὁ, Α βλ. φελλάτας …   Dictionary of Greek

  • φελλεάτας — ὁ, Α βλ. φελλάτας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»