-
1 φειδώς
A parsimonia, Gloss. -
2 αφειδως
ион. ἀφειδέως1) щедро, не скупясь, не жалея(διδόναι Her.; τῶν χρημάτων Plut.)
ἀ. ἑαυτῶν ἔχειν Arst. — не щадить себя2) не щадя себя, бесстрашно(ὁρμῆσαι πρὸς τὸν πόλεμον Dem.; ἐφορμᾶν πρὸς τοὺς πολεμίους Plut.)
3) безжалостно, беспощадно(φονεύειν Her.; κολάζειν Xen.; χρῇσθαί τινι Plut.)
-
3 skimpiness
noun φειδώς -
4 φειδώ
A sparing,νεκύων Il.7.409
; (dub.); ;οὔτε φ. τῶν παίδων οὔτ' ἔλεον ἔσχον D.H.8.79
(but τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ consideration for.., S.E.M.2.27); φειδὼς (sic cod. P)τῶν παραδειγμάτων ἔστω Longin.22.4
;ὀπώρας φ. ἔστω Orib.Fr.55
; φ. τις ἐγίγνετο.. μὴ προαναλωθῆναι (sc. τὴν εὐπραγίαν) Th.7.81.
См. также в других словарях:
φειδώς — ἡ, ΜΑ φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φείδομαι, πιθ. αναλογικά προς το αἰδώς. Εάν, ωστόσο, ο τ. φειδώς είναι αρχ., τότε το σιγμόληκτο αυτό θ. μπορεί να ερμηνεύσει τα σύνθ. σε φειδής] … Dictionary of Greek