-
1 φειδύλος
См. также в других словарях:
φειδύλος — η, ον, Α (στην κωμωδία) υποκορ. τού φειδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ ομαι + υποκορ. κατάλ. ύλος (πρβλ. μικκ ύλος)] … Dictionary of Greek
πενητυλίδας — α, ὁ, Α πειναλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πενητ ύλος (< πένης, ητος + υποκορ. κατάλ. νλος, πρβλ. Ηδύλος, Φειδύλος) + πατρωνυμικό επίθημα ίδᾱς / ίδης (πρβλ. Πριαμ ίδης)] … Dictionary of Greek