Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φειδωνίδης

См. также в других словарях:

  • φειδωνίδης — oil can with a narrow neck masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδωνίδης — ὁ, Α (στην κωμωδία) ο γιος τού Φείδωνος, φιλάργυρου γέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικό πατρωνυμικό που απαντά στον Αριστοφάνη σχηματισμένο από τη λ. φείδων με την κατάλ. ίδης*] …   Dictionary of Greek

  • Φειδωνίδης — φείδων oil can with a narrow neck masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδωνίδην — φειδωνίδης oil can with a narrow neck masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»