1 φειδωλού
Morphologia Graeca > φειδωλού
2 φειδωλοῦ
Morphologia Graeca > φειδωλοῦ
φειδωλοῦ — φειδωλός sparing masc/neut gen sg φειδωλός sparing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φειδωλία — η, ΝΑ [φειδωλός] η ιδιότητα τού φειδωλού, τσιγκουνιά αρχ. τελειότητα στην εκτέλεση μιας εργασίας, ακρίβεια … Dictionary of Greek