Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φειδωλή

См. также в других словарях:

  • φειδωλῇ — φειδωλή fem dat sg (attic epic ionic) φειδωλός sparing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδωλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) φειδωλός sparing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδωλή — ἡ, Α 1. φειδώ, οικονομία 2. θηλ. τοῡ φειδωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ ομαι + επίθημα ωλή (πρβλ. εὐχ ωλή, τερπ ωλή). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. ωλή έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. ωλός, το ουσ. φειδωλή είναι αρχαιότερο τού φειδωλός.… …   Dictionary of Greek

  • φειδωλῆς — φειδωλή fem gen sg (attic epic ionic) φειδωλός sparing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδωλήν — φειδωλή fem acc sg (attic epic ionic) φειδωλός sparing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδωλῶν — φειδωλή fem gen pl φειδωλός sparing fem gen pl φειδωλός sparing masc/neut gen pl φειδωλός sparing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδωλά — φειδωλά̱ , φειδωλή fem nom/voc/acc dual φειδωλά̱ , φειδωλή fem nom/voc sg (doric aeolic) φειδωλός sparing neut nom/voc/acc pl φειδωλά̱ , φειδωλός sparing fem nom/voc/acc dual φειδωλά̱ , φειδωλός sparing fem nom/voc sg (doric aeolic) φειδωλός… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροσιτία — μικροσιτία, ἡ (Α) [μικρόσιτος] το να τρώει κανείς μικρές ποσότητες φαγητού, λίγη τροφή, φειδωλή δίαιτα …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • περισυλλογή — η, Ν 1. συγκέντρωση διασκορπισμένων και παραμελημένων πραγμάτων με σκοπό τη διαφύλαξή τους 2. διαχείριση τών οικονομικών με φειδώ, φειδωλή διαχείριση («το κράτος εφαρμόζει πολιτική αυστηρής περισυλλογής») 3. μτφ. η κατάσταση εκείνου που βρίσκεται …   Dictionary of Greek

  • φειδωλός — ή, ό / φειδωλός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, Α 1. αυτός που διαθέτει ή καταναλώνει κάτι με σύνεση και μέτρο, οικονόμος 2. (κατ επέκτ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο φειδωλός ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»