-
1 φειδωλή
-
2 φειδωλῇ
-
3 φειδωλή
φειδωλήfem nom /voc sg (attic epic ionic)φειδωλόςsparing: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 φειδωλή
φειδωλή: sparing, grudging use, Il. 22.244†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φειδωλή
-
5 φειδωλή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φειδωλή
-
6 φειδωλήν
φειδωλήfem acc sg (attic epic ionic)φειδωλόςsparing: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 φειδωλά
φειδωλά̱, φειδωλήfem nom /voc /acc dualφειδωλά̱, φειδωλήfem nom /voc sg (doric aeolic)φειδωλόςsparing: neut nom /voc /acc plφειδωλά̱, φειδωλόςsparing: fem nom /voc /acc dualφειδωλά̱, φειδωλόςsparing: fem nom /voc sg (doric aeolic)φειδωλόςsparing: neut nom /voc /acc pl -
8 φειδωλής
-
9 φειδωλῆς
-
10 φειδωλών
φειδωλήfem gen plφειδωλόςsparing: fem gen plφειδωλόςsparing: masc /neut gen plφειδωλόςsparing: masc /fem /neut gen pl -
11 φειδωλῶν
φειδωλήfem gen plφειδωλόςsparing: fem gen plφειδωλόςsparing: masc /neut gen plφειδωλόςsparing: masc /fem /neut gen pl -
12 ἐλπωρή
См. также в других словарях:
φειδωλῇ — φειδωλή fem dat sg (attic epic ionic) φειδωλός sparing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φειδωλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) φειδωλός sparing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φειδωλή — ἡ, Α 1. φειδώ, οικονομία 2. θηλ. τοῡ φειδωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ ομαι + επίθημα ωλή (πρβλ. εὐχ ωλή, τερπ ωλή). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. ωλή έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. ωλός, το ουσ. φειδωλή είναι αρχαιότερο τού φειδωλός.… … Dictionary of Greek
φειδωλῆς — φειδωλή fem gen sg (attic epic ionic) φειδωλός sparing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φειδωλήν — φειδωλή fem acc sg (attic epic ionic) φειδωλός sparing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φειδωλῶν — φειδωλή fem gen pl φειδωλός sparing fem gen pl φειδωλός sparing masc/neut gen pl φειδωλός sparing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φειδωλά — φειδωλά̱ , φειδωλή fem nom/voc/acc dual φειδωλά̱ , φειδωλή fem nom/voc sg (doric aeolic) φειδωλός sparing neut nom/voc/acc pl φειδωλά̱ , φειδωλός sparing fem nom/voc/acc dual φειδωλά̱ , φειδωλός sparing fem nom/voc sg (doric aeolic) φειδωλός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροσιτία — μικροσιτία, ἡ (Α) [μικρόσιτος] το να τρώει κανείς μικρές ποσότητες φαγητού, λίγη τροφή, φειδωλή δίαιτα … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
περισυλλογή — η, Ν 1. συγκέντρωση διασκορπισμένων και παραμελημένων πραγμάτων με σκοπό τη διαφύλαξή τους 2. διαχείριση τών οικονομικών με φειδώ, φειδωλή διαχείριση («το κράτος εφαρμόζει πολιτική αυστηρής περισυλλογής») 3. μτφ. η κατάσταση εκείνου που βρίσκεται … Dictionary of Greek
φειδωλός — ή, ό / φειδωλός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, Α 1. αυτός που διαθέτει ή καταναλώνει κάτι με σύνεση και μέτρο, οικονόμος 2. (κατ επέκτ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο φειδωλός ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων… … Dictionary of Greek