-
1 φειδίτιον
φειδίτιον, τό, auch φιδίτιον, gew. im plur. φειδίτια, bei den Lacedämoniern von Staats wegen angeordnete, öffentliche Mahlzeiten, συσσίτια, an denen alle Bürger Theil nahmen, und bei denen sich alle denselben Gesetzen der Sparsamkeit ( φείδομαι) unterwarfen; auch der öffentliche Ort, wo die φειδίτια gehalten wurden; Arist. rhet. 3, 10 nennt Jemand τὰ καπηλεῖα τὰ Ἀττικὰ φειδίτια, wo Bekker φιδίτια aufgenommen hat. S. auch φιλίτιον.
-
2 φειδίτιον
-
3 φειδίτειον
φειδίτειον, τό, = φειδίτιον.
-
4 φειδίτης
-
5 φιδίτιον
-
6 φιλίτιον
-
7 φειδίτης
См. также в других словарях:
φειδίτιον — τὸ, Α βλ. φιδίτιον … Dictionary of Greek
φειδίτιον — φιλίτιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιδίτιον — και φειδίτιον και φειδίτειον, τὸ, Α 1. (στην Σπάρτη) συσσίτιο, αλλ. φιλίτιον* 2. αίθουσα στην οποία γευμάτιζαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιδίτης με διατήρηση τού τ στη Δωρική χωρίς συριστικοποίηση προ τού ι (πρβλ. δημότης: δημόσιος). Κατ άλλη άποψη, ωστόσο … Dictionary of Greek