Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

φαύλιος

См. также в других словарях:

  • φαύλιος — ία, ον, Α [φαῡλος] 1. (για καρπό) ο κακής ποιότητας, άθλιος 2. φρ. «φαυλία ἐλαία» ή, απλώς, «φαυλία» άγρια ελιά …   Dictionary of Greek

  • φαυλίων — φαύλιος coarse fem gen pl φαύλιος coarse masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαύλιον — φαύλιος coarse masc acc sg φαύλιος coarse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλίην — φαύλιος coarse fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαύλια — φαύλιος coarse neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαύλιαι — φαύλιος coarse fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλία — φαυλίᾱ , φαύλιος coarse fem nom/voc/acc dual φαυλίᾱ , φαύλιος coarse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλίας — φαυλίᾱς , φαύλιος coarse fem acc pl φαυλίᾱς , φαύλιος coarse fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλίαι — φαυλίᾱͅ , φαύλιος coarse fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλίαν — φαυλίᾱν , φαύλιος coarse fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»