-
1 φαυστήριος
φαυστήριος, ὁ, Beiwort des Bacchus, vom Leuchten der Fackel bei seinen Orgien, Lycophr.
-
2 φαυστήριος
φαυστήριοςmasc nom sg -
3 φαυστήριος
φαυστήριος, ὁ, epith. of Bacchus, from the torches used in his orgies, Lyc.212.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαυστήριος
-
4 φαυστήριος
φαυστήριος, ὁ, Beiwort des Bacchus, vom Leuchten der Fackel bei seinen Orgien -
5 φαυστήριον
φαυστήριοςmasc acc sg
См. также в других словарях:
φαυστήριος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαυστήριος — ὁ, ΜΑ [φαυστήρ] προσωνυμία τού Διονύσου εξαιτίας τών δαυλών τους οποίους χρησιμοποιούσαν στα ὁργιά του … Dictionary of Greek
φαυστήριον — φαυστήριος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)