Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φαυστήριος

См. также в других словарях:

  • φαυστήριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυστήριος — ὁ, ΜΑ [φαυστήρ] προσωνυμία τού Διονύσου εξαιτίας τών δαυλών τους οποίους χρησιμοποιούσαν στα ὁργιά του …   Dictionary of Greek

  • φαυστήριον — φαυστήριος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»