Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φαυλότης

См. также в других словарях:

  • φαυλότης — meanness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλοτήτων — φαυλότης meanness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλότησιν — φαυλότης meanness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλότητα — φαυλότης meanness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλότητες — φαυλότης meanness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλότητι — φαυλότης meanness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλότητος — φαυλότης meanness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλότητα — η / φαυλότης, ητος, ΝΜΑ [φαῡλος] κακοήθεια, αχρειότητα, αθλιότητα αρχ. 1. κακή ποιότητα, ευτέλεια, μηδαμινότητα («τῇ δὲ φαυλότητι τῆς στολῆς ἠχθέσθη», Πλάτ.) 2. έλλειψη δεξιότητας, ανικανότητα («στρατηγῶν φαυλότης ἢ τῶν προδιδόντων τὰς πόλεις… …   Dictionary of Greek

  • φαυλότητ' — φαυλότητα , φαυλότης meanness fem acc sg φαυλότητι , φαυλότης meanness fem dat sg φαυλότητε , φαυλότης meanness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆԶԳԱՄՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0143 Chronological Sequence: 6c գ. ἁφροσύνη insipientia, πονηρία, φαυλότης malitia, pravitas Անմտութիւն. անխոհեմութիւն. եւ չարութիւն. ... *Մի՛ առնէք զանզգամութիւնդ զայդ: Ըստ ամենայն անզգամութեան՝ զոր արարին ʼի մէջ Իսրայէլի: Թողէ՛ք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»