-
1 φατνωματικός
φατνωματικός, ausgelegt, getäfelt, in Felder, Fächer getheilt, στέγη Plut. Lyc. 16, öfter.
-
2 φατνωματικός,
φατνωματικός, u. φατνωτός, ausgelegt, getäfelt, in Felder, Fächer geteilt -
3 φατνωτός
φατνωματικός, u. φατνωτός, ausgelegt, getäfelt, in Felder, Fächer geteilt
См. также в других словарях:
φατνωματικός — ή, όν, Α [φάτνωμα, ώματος] φατνωτός … Dictionary of Greek
φατνωματικός — ή, ό ο ποικιλμένος με φατνώματα (βλ. λ.), ο γεμάτος φατνώματα: Φατνωματική στέγη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φατνωματικήν — φατνωματικός coffered fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)