-
1 φατνίζω
φατνίζω, an der Krippe, im Stalle halten, im Stalle füttern, ἵππος φατνιζόμενος Mel. 7, 39.
-
2 φατνίζω
φατνίζω, an der Krippe, im Stalle halten, im Stalle füttern -
3 ἐκ-φατνίζω
ἐκ-φατνίζω, aus der Krippe nehmen, ausleeren, Posidon. bei Ath. XII, 540 c.
-
4 ἐκφατνίζω
ἐκ-φατνίζω, aus der Krippe nehmen, ausleeren
См. также в других словарях:
φατνίζω — ΜΑ [φάτνη] μσν. μτφ. τρέφομαι με πλούσιες και πολυτελείς τροφές («κἀκεῑνον μὲν ἐφάτνιζον ἀφθόνοις πανδαισίαις», Κ. Μανασσ.) αρχ. (συν. το παθ.) φατνίζομαι τρέφομαι σε φάτνη, σε στάβλο … Dictionary of Greek