-
1 φασίολος
φᾰσίολος, ὁ,A = φάσηλος 1, Poll.1.247, Gal.6.542, 545,557, 11.891, interpol. post Dsc.2.107: [full] φασίωλος Edict.Diocl.1.21 (Aeg.); [full] πασίολος ib.6.33: [full] φασιούλυος Hippiatr.130,134.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φασίολος
См. также в других словарях:
φασίολος — ο, ΝΜΑ, και φασήολος και φασίουλος και φασιούλυος και φασίωλος και φάσουλος Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης φαβώδη, καθώς και λόγια ονομασία τής φασολιάς και τού καρπού της. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek