Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φαρῶν

  • 1 Φαρών

    Φάρη
    fem gen pl
    Φάρης
    masc gen pl (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > Φαρών

  • 2 Φαρῶν

    Φάρη
    fem gen pl
    Φάρης
    masc gen pl (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > Φαρῶν

  • 3 φαρών

    φάρος
    a large piece of cloth: neut gen pl (attic epic doric)
    φᾶρος
    a large piece of cloth: neut gen pl (attic epic doric)
    φᾱρῶν, φᾶρος
    a large piece of cloth: neut gen pl (attic epic doric)
    φαράω
    plough: pres part act masc voc sg
    φαράω
    plough: pres part act neut nom /voc /acc sg
    φαράω
    plough: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
    φαράω
    plough: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)
    φαρόω
    pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    φαρόω
    pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    φαρόω
    pres part act masc nom sg
    φαρόω
    pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > φαρών

  • 4 φαρῶν

    φάρος
    a large piece of cloth: neut gen pl (attic epic doric)
    φᾶρος
    a large piece of cloth: neut gen pl (attic epic doric)
    φᾱρῶν, φᾶρος
    a large piece of cloth: neut gen pl (attic epic doric)
    φαράω
    plough: pres part act masc voc sg
    φαράω
    plough: pres part act neut nom /voc /acc sg
    φαράω
    plough: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
    φαράω
    plough: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)
    φαρόω
    pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    φαρόω
    pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    φαρόω
    pres part act masc nom sg
    φαρόω
    pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > φαρῶν

  • 5 Φάρων

    Φάρος
    Pharos: fem gen pl

    Morphologia Graeca > Φάρων

  • 6 φάρων

    φάρος
    a large piece of cloth: masc gen pl
    φαράω
    plough: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
    φαράω
    plough: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > φάρων

  • 7 бакенщик

    ο συντηρητής των σημαντήρων/πλωτών φώτων/φάρων.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бакенщик

См. также в других словарях:

  • Φαρῶν — Φάρη fem gen pl Φάρης masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρῶν — φάρος a large piece of cloth neut gen pl (attic epic doric) φᾶρος a large piece of cloth neut gen pl (attic epic doric) φᾱρῶν , φᾶρος a large piece of cloth neut gen pl (attic epic doric) φαράω plough pres part act masc voc sg φαράω plough pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φάρων — Φάρος Pharos fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρων — φάρος a large piece of cloth masc gen pl φαράω plough imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φαράω plough imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hellenic Navy — This article is about the naval forces of modern Greece. For information on naval warfare in ancient Greece, see Hellenistic era warships. Hellenic Navy Πολεμικό Ναυτικό Polemikó Naf̱tikó Hellenic Navy Seal …   Wikipedia

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… …   Dictionary of Greek

  • φαρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φάρους 2. φρ. α) «φαρικά τέλη» τέλη που καταβάλλονται από εμπορικά πλοία τα οποία προσορμίζονται και ενεργούν εμπορικές πράξεις σε λιμάνι, όρμο ή ακτή τής Ελλάδας και ονομάστηκαν έτσι λόγω τού ότι… …   Dictionary of Greek

  • ατμοπυράκτωση — Σύστημα φωτισμού των φάρων, με το οποίο παράγεται έντονο φως από τη λευκοπύρωση ειδικού μεταξωτού κατασκευάσματος με ατμούς πετρελαίου, που έχουν αναφλεγεί. Το σύστημα α. πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική υπηρεσία φάρων το 1924 …   Dictionary of Greek

  • ακτοφυλακή — Σύνολο μονάδων και υπηρεσιών, κατά κύριο λόγο ναυτικών, στις οποίες ορισμένα κράτη έχουν αναθέσει ποικίλα καθήκοντα, τα οποία πρέπει να εκτελούνται στις παράκτιες ζώνες και αφορούν την παροχή βοήθειας σε πλοία και αεροπλάνα, διάσωση ναυαγών,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»