-
1 φάρμακ'
φάρμακα, φάρμακονdrug: neut nom /voc /acc plφάρμακε, φάρμακοςpoisoner: masc voc sg -
2 φαρμακ-ώδης
φαρμακ-ώδης, ες, von der Art eines φάρμακον, einem Arzneimittel, Gifte, Zaubermittel ähnlich, Theophr. u. A.; ὕδωρ, heilsam, Plut. Ant. 47.
-
3 φαρμακάω
II require a remedy, Luc.Lex. 4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακάω
-
4 φαρμακεία
φαρμᾰκ-είᾱ, ἡ,A use of drugs, esp. of purgatives, Hp.Aph.1.24, 2.36 (both pl.), PCair.Zen.18.5 (iii B. C.), Gal.15.447, etc.; αἱ ἄνω φ., i. e. emetics, Arist.Pr. 962a3; of abortifacients, Sor.1.59: generally, the use of any kind of drugs, potions, or spells, Pl.Lg. 933b: pl., Id.Prt. 354a, Ti. 89b, Men.535.9.2 poisoning or witchcraft, D.40 57, Plb.6.13.4, POxy.486.21 (ii A. D.); αἱ περὶ τὰς φαρμακείας, = αἱ φαρμακίδες, Arist.HA 572a22.II metaph., remedy, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακεία
-
5 φαρμάκεια
φαρμᾰκ-ειᾰ, ἡ,A = φαρμακίς, name for σίττη ([etym.] διὰ τὸ πολύιδρις εἶναι), Id.HA 616b23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμάκεια
-
6 φαρμακεργάτης
A apothecary, Tz. H.8.918.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακεργάτης
-
7 φαρμάκευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμάκευσις
-
8 φαρμακεύς
II druggist, apothecary, Aret.CD2.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακεύς
-
9 φαρμακευτέον
A one must use a purge, Gal.16.123, 17(2).665.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακευτέον
-
10 φαρμακευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακευτής
-
11 φαρμακευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακευτικός
-
12 φαρμακεύτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακεύτρια
-
13 φαρμακεύω
2 use enchantments, practise sorcery, φαρμακεύσαντες ταῦτα ἐς τὸν ποταμόν having used this charm upon the river, Hdt.7.114.II c. acc. pers., purge, τινα Hp.Acut.(Sp.)55; φ. ἄνω κούφῳ φαρμάκῳ purge upwards, i. e. by an emetic, Id.Art.67, cf. Aph.4.12:—[voice] Pass., to be purged, ib.2.37, Men. Her.Fr.5; to be physicked, Arist. Top. 111a2.2 drug a person, give him a poisonous or stupefying drug, E.Andr. 355, SIG1181.4 (Rhenea, ii B. C.);φ. τινὰ ἐπὶ βλάβῃ μὴ θανασίμῳ Pl.Lg. 933d
:—[voice] Pass., οὐ πεφαρμάκευσαι ἀλλὰ μεμάγ<ε> υσαι Astramps.Orac.25.4(ii A. D.), cf. POxy.472.1 (ii A. D.).4 metaph.,πειθοῖ κακῇ τὴν ψυχὴν φ. Gorg. Fr.11
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακεύω
-
14 φαρμακή
φαρμᾰκ-ή· ἡ χύτρα ἣν ἡτοίμαζον τοῖς καθαίρουσι τὰς πόλεις, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακή
-
15 φαρμακηρός
2 glazed, of bronze vessels, ib. 17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακηρός
-
16 φαρμακία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακία
-
17 φαρμακικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακικός
-
18 φαρμάκιον
A mild remedy, Pl.Phdr. 268c, Tht. 149c, PPetr.3p.115 (iii B. C.), Plu.2.43b; AP11.333 ([place name] Callicter).2 purgative, f.l. for φαρμακείῃσι in Hp.Aph.1.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμάκιον
-
19 φαρμακίστρια
A s.v. βαμβακεύτριαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακίστρια
-
20 φαρμακίς
A sorceress, witch, D.25.79, Arist.HA 577a13, A. R.4.53:— as Adj.,γυνὴ φ. Ar.Nu. 749
; irreg. [comp] Sup.,φαρμακιστόταται γυναικῶν J.AJ17.4.1
, cf. Suid. s.v. Μήδεια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φάρμακ' — φάρμακα , φάρμακον drug neut nom/voc/acc pl φάρμακε , φάρμακος poisoner masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκεσμα — ἄκεσμα ( ατος), το (Α) [ἀκέομαι] 1. θεραπευτικό μέσο, γιατρικό «ἐπὶ δ ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ ἀκέσματ ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων» (Όμ. Ο 394) 2. θεραπεία, γιατριά (Πίνδ. Πυθ. 5, 86 Αισχ. Προμ. 482) … Dictionary of Greek
καψερός — ή, ό (Μ καψερός, ή, όν) νεοελλ. (και ως έκφρ. οίκτου) δυστυχής, ταλαίπωρος, φουκαράς («τή λυπάμαι την καψερή τη γυναίκα») μσν. θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) + κατάλ. ερός (πρβλ. φαρμακ ερός, χλο ερός)] … Dictionary of Greek
μαγγανεύω — (Α μαγγανεύω) [μάγγανο]. 1. κάνω μάγια, χρησιμοποιώ μαγικά, σαγηνευτικά φίλτρα ή θέλγητρα («οὐκοῡν σὲ τὴν Κίρκην γε τὴν φάρμακ ἀνακυνῶσαν καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους», Αριστοφ.) 2. εξαπατώ με τεχνικά μέσα, με ιατρικά ή μαγευτικά … Dictionary of Greek
οριγανίς — ὀριγανίς, ίδος, βοιωτ. ὀρίγανις, εως, ἡ (Α) το φυτό μάρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρίγανον «ρίγανη» + επίθημα ίς (πρβλ. φαρμακ ίς)] … Dictionary of Greek
πάσσω — αττ. τ. πάττω, Α 1. πασπαλίζω κάτι τριμμένο, επιπάσσω («θελκτήρια φάρμακ ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοῆσιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. ραίνω, ραντίζω με κάτι ρευστό 3. μτφ. διακοσμώ («ἱστὸν ὕφαινε... δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλλ ἔπασσε», Ομ. Ιλ.) 4. φρ … Dictionary of Greek
φαρμάσσω — και αττ. τ. φαρμάττω και μτγν. τ. φαρμάζω Α 1. εμβαπτίζω, βουτώ μέταλλο, κυρίως πυρακτωμένο σίδηρο, σε νερό, στομώνω, βάφω («ὡς δ ὅτ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν... εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα φαρμάσσων», Ομ. Οδ.) 2. βάφω, χρωματίζω («λέγεται δὲ καὶ… … Dictionary of Greek