-
1 Φαρμακεια
ἡ Фармакия ( нимфа источника близ Илисса в Аттике) Plat. -
2 φαρμακεια
I.ἥ1) медикамент, лекарство Xen., Plat.αἱ ἄνω φαρμακεῖαι Arst. — рвотные средства
2) отравление(φ. ἢ ἄλλη κακουργία Dem.)
αἱ περὴ τὰς φαρμακείας Arst. — собирательницы ядовитых зелий, т.е. колдуньи3) отрава, яд(ὀλέθριος φ. Plut.)
4) ведовство, волшебство NT.II.ἡ Arst. = φαρμακίς См. φαρμακις -
3 φαρμακεία
{сущ., 3}волшебство, чародейство, колдовство.Ссылки: Гал. 5:20; Откр. 9:21; 18:23. LXX: 3785 (םיפִָשׁכְּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φαρμακεία
-
4 φαρμακεία
{сущ., 3}волшебство, чародейство, колдовство.Ссылки: Гал. 5:20; Откр. 9:21; 18:23. LXX: 3785 (םיפִָשׁכְּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φαρμακεία
-
5 φαρμακεία
чародействоφαρμακείᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φαρμακεία
-
6 φαρμακείᾳ
чародействеφαρμακείαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φαρμακείᾳ
-
7 φαρμακεία
η отравление -
8 φαρμακεία
волшебство, чародейство, колдовство; LXX: (כְּשָׂפִים).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φαρμακεία
-
9 φαρμακευσις
- εως ἥ Plat. = φαρμακεία 2 и 3 -
10 5331
{сущ., 3}волшебство, чародейство, колдовство.Ссылки: Гал. 5:20; Откр. 9:21; 18:23. LXX: 3785 (םיפִָשׁכְּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5331
См. также в других словарях:
φαρμακεία — φαρμακείᾱ , φαρμάκεια fem nom/voc/acc dual φαρμακείᾱ , φαρμακεία use of drugs fem nom/voc/acc dual φαρμακείᾱ , φαρμακεία use of drugs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακείᾳ — φαρμακείᾱͅ , φαρμάκεια fem dat sg (attic doric aeolic) φαρμακείᾱͅ , φαρμακεία use of drugs fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαρμακεία — Φαρμακείᾱ , Φαρμάκεια fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαρμακείᾳ — Φαρμακείᾱͅ , Φαρμάκεια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαρμάκεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμάκεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακεία — η 1. η παροχή δηλητηριώδους φαρμάκου. 2. η χρησιμοποίηση δηλητηρίου για διάπραξη εγκλήματος, η δηλητηρίαση, το φαρμάκωμα: Κατηγορείται για φαρμακεία. 3. η θεραπεία με φάρμακο. 4. η μαγεία με φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμακεία — (Νομ.). Η χρησιμοποίηση δηλητηρίων για τη διάπραξη εγκλήματος. Κατά τον Ποινικό Νόμο όλων των πολιτισμένων κρατών, η φ. αποτελεί αδίκημα του οποίου η ποινή φτάνει έως την καταδίκη σε θάνατο. Οι αρχαίοι μεταχειρίζονταν δηλητήρια φυτικά, ζωικά ή… … Dictionary of Greek
φαρμακεῖα — φαρμακεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακείας — φαρμακείᾱς , φαρμάκεια fem acc pl φαρμακείᾱς , φαρμάκεια fem gen sg (attic doric aeolic) φαρμακείᾱς , φαρμακεία use of drugs fem acc pl φαρμακείᾱς , φαρμακεία use of drugs fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακείαι — φαρμακείᾱͅ , φαρμάκεια fem dat sg (attic doric aeolic) φαρμακείᾱͅ , φαρμακεία use of drugs fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)